Ελικόπτερα Καϊόβα: Πολύτιμο απόκτημα σε χαλεπούς καιρούς - Οι πολλαπλοί ρόλοι του, κάνουν και τους πιο δύσπιστους να συμφωνήσουν για την πρόσκτησή τους
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας*
Μετά από πολλές παλινωδίες, καθυστερήσεις και αμφισβητήσεις, η απόκτηση 70 ελικοπτέρων επιθετικής αναγνώρισης AH – 58D Kiowa Warrior, φαίνεται πως πρόκειται να υλοποιηθεί, μετά την έγκριση του σχετικού προγράμματος από το ΚΥΣΕΑ.
Έτσι, 70 ελικόπτερα με τα περιφερειακά τους υλικά θα καταλήξουν (μάλλον…) μέσα στα επόμενα δύο χρόνια στην Αεροπορία Στρατού, αναβαθμίζοντας σημαντικά τις μαχητικές ικανότητες του Ελληνικού Στρατού.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, ο Αρχηγός ΓΕΣ, αντιστράτηγος Αλκιβιάδης Στεφανής, ανέφερε ότι τα ελικόπτερα αυτά θα βρουν πολλές εφαρμογές στον Ελληνικό Στρατό, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και καθήκοντα εκπαίδευσης. Ο Α/ΓΕΣ τόνισε ότι, σε αντίθεση με διάφορα που κατά καιρούς έχουν γραφεί, τα Kiowa Warrior δεν είναι «παλιά ελικόπτερα», μια και το παλαιότερο από αυτά που θα παραλάβουμε κατασκευάστηκε το 1995 και το νεώτερο μόλις το 2010.
Ούτε τίθεται θέμα επιπλέον εξόδων για την υποστήριξή τους με ανταλλακτικά, μια και με τη χρήση κάποιων εκ των ελικοπτέρων αυτών ως πηγής ανταλλακτικών, θα είμαστε καλυμμένοι για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια. Επιπροσθέτως, επειδή τα Kiowa Warrior αποτελούν «στρατιωτικοποιημένες» εκδόσεις των πολιτικών ελικοπτέρων Bell 406, εκτιμάται ότι είναι πολύ πιο οικονομικά στη χρήση τους από αμιγώς μαχητικά ελικόπτερα.
Ακόμη, τα ελικόπτερα αυτά δεν έχουν απαξιωθεί επιχειρησιακά ούτε «πετάχτηκαν στα σκουπίδια» από τους Αμερικανούς.
Στην πραγματικότητα, περικοπές στις αμυντικές δαπάνες οδήγησαν τον Στρατό των ΗΠΑ σε αυτήν, τη μάλλον οδυνηρή, απόφαση, ενώ και τα νέα μαχητικά ελικόπτερα ΑΗ – 64E Apache Guardian έχουν σχεδιαστεί εξαρχής για να λειτουργούν σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας μη επανδρωμένα αεροχήματα για ρόλους αναγνώρισης και κατά συνέπεια δεν χρειάζονται κατ’ ανάγκην τα Kiowa Warrior.
Κάτι, ωστόσο, που δεν ισχύει για τα ελληνικά AH – 64D Longbow Apache και πολύ περισσότερο για τα παλαιότερα AH – 64A. Αντιθέτως, τα Kiowa Warrior αποτελούσαν οργανικό συμπλήρωμα των Apache του Αμερικανικού Στρατού, με τα οποία διαμόρφωναν μεικτούς σχηματισμούς.
Στο παρελθόν μάλιστα, ο Ελληνικός Στρατός είχε εκφράσει σχετική απαίτηση για την απόκτησή τους, προτού προκύψει το ενδεχόμενο χορήγησής τους από τα αμερικανικά αποθέματα. Έτσι, λοιπόν, υπό μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόκτηση των Kiowa Warrior αποτελεί το καθυστερημένo συμπλήρωμα των ελληνικών Apache.
Υπάρχουν, βέβαια, αντικρουόμενες σκέψεις και αντιλήψεις για τον βέλτιστο τρόπο που τα ελικόπτερα αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τον Ελληνικό Στρατό, με κριτική να ασκείται στην, κατά τα φαινόμενα, κυρίαρχη αντίληψη να διασπαστούν σε μικρά «πακέτα», αποτελούμενα από τέσσερα έως έξι ελικόπτερα το καθένα, και να διαμοιραστούν στα νησιά.
Οι αντίπαλοι αυτής της λογικής επισημαίνουν ότι στο πλαίσιο του δόγματος της Αεροεδαφικής Μάχης (Air Land Battle / ALB) του Στρατού των ΗΠΑ, που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 80, τα Kiowa Warrior μαζί με τα Apache, αποτελούσαν μέρος μιας εναέριας «πριονοκορδέλας» που αποσκοπούσε να προσβάλει εις βάθος, με διαρκή και αλληλοδιαδοχικά πλήγματα, τους τεράστιους τεθωρακισμένους και μηχανοκίνητους σχηματισμούς του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Και υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να γίνει και στην Ελλάδα. Πράγματι, η ενσωμάτωση των Kiowa Warrior σε μια ενοποιημένη δύναμη αεροπορικής κρούσης στο μέτωπο του Έβρου θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο και να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα διαμόρφωσης του αποτελέσματος σε περίπτωση σύγκρουσης. Αλλά και κάθε άλλη εφαρμογή τους δεν στερείται λογικής.
Όπως και να’ χει, η Ελλάδα αποκτά έναν σημαντικό αριθμό ελικοπτέρων που θα μεταφέρουν αντιαρματικούς πυραύλους Hellfire και ρουκέτες Hydra 70 και μπορούν να εξαπολύσουν μεγάλο όγκο πυρός εναντίον αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων και μη οχημάτων, συγκεντρώσεις στρατιωτών αλλά και πλοίων επιφανείας όλων των τύπων.
Από αποβατικά σκάφη μέχρι μεγάλες μονάδες επιφανείας, αξιοποιώντας την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου και τη δυνατότητά τους για πολύ χαμηλή πτήση, με αποτέλεσμα σε πολλές περιοχές να είναι σε θέση να προσεγγίζουν τα εχθρικά πλοία υπό κάλυψη, αφήνοντας μικρά περιθώρια αντίδρασης.
Ιδιαίτερα δε αν αξιοποιήσουν τακτικές σμήνωσης (swarming) και προσεγγίσουν τα πλοία – στόχους από πολλαπλές κατευθύνσεις, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα πλήγματα που θα επιφέρουν κορεσμό και αποδιοργάνωση της αντιαεροπορικής άμυνας, τότε μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνα.
Γενικότερα, τα Kiowa Warrior αποτελούν οπλισμένες πλατφόρμες υψηλής κινητικότητας με ικανότητα προσβολής στόχων τόσο στη στεριά όσο και τη θάλασσα και, κατά συνέπεια, μπορούν να αποτελέσουν μέρος της «κινητής γεωγραφίας ισχύος» του Αιγαίου και να συνεισφέρουν στη δημιουργία πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής, ενοποιώντας την αρχιπελαγική δομή σε έναν ιστό εξόντωσης για τις εχθρικές δυνάμεις.
Αν και ο Α/ΓΕΣ δεν ανέφερε κάτι για τον εξοπλισμό των ελικοπτέρων με νέα όπλα σε σχετική ερώτηση που δέχθηκε από δημοσιογράφο, εντούτοις, οι διεθνείς εξελίξεις στον χώρο των οπλικών τεχνολογιών μας δείχνουν ότι υπάρχουν δυνατότητες για τη δραστική αναβάθμιση των μαχητικών ικανοτήτων των ελικοπτέρων με μικρό κόστος.
Ως πρώτο βήμα θα μπορούσε υπάρξει ένα πρόγραμμα μετατροπής των υπαρχόντων ρουκετών των 2,75 ιντσών (70 χιλιοστών) Hydra 70, σε «έξυπνες», τόσο για τα Kiowa Warrior όσο και για τα Apache.
Για τις ελληνικές συνθήκες, μάλλον θα ταίριαζε περισσότερο κάποιο πρόγραμμα, που θα εφοδίαζε τις ρουκέτες Hydra 70, με ερευνητή (seeker) θερμικής καθοδήγησης, κάτι που θα τους προσέφερε τη δυνατότητα αυτόνομου εντοπισμού του στόχου και καθοδήγησης προς αυτόν και θα επέτρεπε την εξαπόλυση των ρουκετών σε ομοβροντίες.
Παρόμοιο είναι το πρόγραμμα LOGIR της αμερικανικής Raytheon σε συνεργασία με τη νοτιοκορεατική Hanhwa, το οποίο είχε εξετάσει στο παρελθόν το Ναυτικό των ΗΠΑ. Αντίθετα, ο Στρατός των ΗΠΑ επέλεξε το πρόγραμμα APKWS της BAE Systems, που μετατρέπει τις ρουκέτες ουσιαστικά σε μικρούς Hellfire, τοποθετώντας στο ρύγχος τους ένα σύστημα ημιενεργού καθοδήγησης λέιζερ (SAL).
Όμως, με αυτόν τον τρόπο απαιτείται ο «φωτισμός» του στόχου, είτε από σκοπευτικό σύστημα του ελικοπτέρου είτε από κάποιον άλλον, έως ότου προσκρούσει σε αυτόν η ρουκέτα και μόνον μετά μπορεί να εκτοξευτεί ένα άλλο βλήμα που θα καθοδηγείται σε διαφορετικό στόχο. Αντιθέτως, εάν το ελικόπτερο είναι εφοδιασμένο με αυτοκατευθυνόμενες ρουκέτες, θα μπορεί
να εξαπολύει ομοβροντία εναντίον ομάδας στόχων μέσα σε δευτερόλεπτα και κατόπιν να σπεύδει να καλυφθεί.
Το μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι αυξάνονται επικίνδυνα οι πιθανότητες προσβολής αμάχων ή φίλιων δυνάμεων και γενικότερα πρόκλησης παράπλευρων πληγμάτων, ενώ στους πολέμους «ανάμεσα σε ανθρώπους» (‘wars amongst the people’) χαμηλής έντασης (LIC), στους οποίους από το 2001 μέχρι σήμερα εμπλέκονταν οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις, δύσκολα προέκυπταν στόχοι τέτοιου μεγέθους που να δικαιολογούν τη μαζική προσβολή τους με ομοβροντίες ρουκετών.
Αυτό όμως δεν ισχύει για τις ελληνικές συνθήκες. Για παράδειγμα, σε περίπτωση προσβολής μιας ομάδας ταχύπλοων σκαφών, οι πιθανότητες παράπλευρου πλήγματος είναι εξαιρετικά μειωμένες, ενώ και στο μέτωπο του Έβρου αναμένεται να υπάρξει μεγάλη «πυκνότητα» εχθρικών στόχων σε δεδομένες περιοχές.
Αν, μάλιστα, υλοποιηθεί επιτέλους, η αγορά πυραύλων Hellfire της έκδοσης AGM – L, που θα επιτρέψει στα AH – 64D του Ελληνικού Στρατού να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες του ραντάρ χιλιοστρομετρικού κύματος Longbow και να εξαπολύουν μαζικές ομοβροντίες πυραύλων fire – and – forget, τότε οι ικανότητες προσβολής μεγάλων τουρκικών μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων σχηματισμών θα αυξηθούν κατακόρυφα.
Δυνατότητα αύξησης βεληνεκούς
Επιστρέφοντας στις θερμοκατευθυνόμενες Hydra – 70, να πούμε ότι παρόμοιες ρουκέτες προσφέρουν ουσιαστικές δυνατότητες διαχωρικών πυρών στο ελληνικό στράτευμα, επιτρέποντας την προσβολή ακόμη και εναέριων στόχων, όπως για παράδειγμα ομάδων ελικοπτέρων που θα επιδιώκουν να εγκαταστήσουν αεροπρογεφύρωμα.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα Kiowa Warrior μπορούν να εφοδιαστούν και με την έκδοση για ελικόπτερα του αντιαεροπορικού πυραύλου μικρού βεληνεκούς Stinger (Air – to – Air Stinger / ATAS), με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσβάλουν εχθρικά ελικόπτερα ή και μαχητικά αεροσκάφη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Παρεμπιπτόντως, η δυνατότητα των Kiowa Warrior να συνεισφέρουν στην εξάλειψη προγεφυρωμάτων είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική ακόμη και με τις με τις υπάρχουσες μη κατευθυνόμενες Hydra 70. Για παράδειγμα, ακόμη και τέσσερα Kiowa Warrior θα μπορούσαν να εξαπολύσουν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ένα μπαράζ περίπου 50 ρουκετών, σαρώνοντας μια εκτεταμένη περιοχή.
Επίσης, εκτός από τα συστήματα καθοδήγησης με τα οποία μπορούν να εφοδιαστούν οι ρουκέτες Hydra 70, μπορούν να τοποθετηθούν και νέοι πυραυλοκινητήρες που να αυξήσουν αποφασιστικά το βεληνεκές τους.
Ήδη η νορβηγική εταιρεία Nammo προσφέρει τροποποιημένες Hydra 70, το βεληνεκές των οποίων έχει ανέλθει από τα 6,5 στα 12 χλμ, επιτρέποντάς τες να προσβάλουν στόχους παραμένοντας εκτός του βεληνεκούς των συστημάτων εγγύς αεράμυνας (VSHORADS), όπως είναι φορητοί αντιαεροπορικοί εκτοξευτές πυραύλων (MANPADS) ή αντιαεροπορικά πυροβόλα.
Ωστόσο, η μετατροπή των Kiowa Warrior σε υποστρατηγικά συστήματα κρούσης, θα μπορούσε να γίνει με τον εφοδιασμό τους με πυραύλους προσβολής στόχων σε αποστάσεις πολλών δεκάδων χλμ. Δύο υποψήφια συστήματα είναι οι ισραηλινοί Spike NLOS και Nimrod 3, με βεληνεκή 25 και 50 χλμ αντιστοίχως.
Ο πρώτος χρησιμοποιεί ραδιοζεύξη για την καθοδήγησή του, μέθοδος που επιτρέπει στον χειριστή του εκτοξευτή να βλέπει στην οθόνη του την εικόνα που του μεταδίδει η κάμερα του πυραύλου και να επιλέγει στόχους. Στην περίπτωση του Nimrod, αν και το βεληνεκές είναι διπλάσιο, η κεφαλή ημιενεργής καθοδήγησης λέιζερ (SAL) που διαθέτει, απαιτεί τον «φωτισμό» του στόχου από καταδείκτη λέιζερ που θα βρίσκεται στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, μια ομάδα ελικοπτέρων εφοδιασμένων με όπλα προσβολής ακριβείας βεληνεκούς δεκάδων χλμ μπορεί να καλύψει έναν χώρο σχετικά περιορισμένων διαστάσεων, όπως είναι μεγάλες περιοχές του Αιγαίου, χωρίς τα ελικόπτερα να εισέρχονται στην επικίνδυνη ζώνη.
Παρόμοια επιλογή έχουν κάνει και οι Ισραηλινοί, οι οποίοι έχουν μετατρέψει το τεράστιο μεταφορικό ελικόπτερο CH – 53 Ya’sur που διαθέτουν σε ιπτάμενη πυραυλική πλατφόρμα, εφοδιάζοντάς το με πυραύλους Nimrod.
Ωστόσο, το πιο υποσχόμενο όπλο σε αυτήν την κατηγορία είναι το ρωσικό πυραυλικό σύστημα Germes (Ερμής) που τοποθετείται σε μαχητικά ελικόπτερα Kamov Ka – 50/52 και σε μικρά σκάφη του Ρωσικού Ναυτικού.
Ο πύραυλος αυτός αποτελεί μια σειρά εκδόχων του αντιαρματικού πυραύλου Vikhr, που επιτυγχάνουν βεληνεκές 20, 40 ή και 100 χλμ, ενώ μπορούν να εφοδιαστούν και με ποικιλία κεφαλών καθοδήγησης που περιλαμβάνουν ακόμη και αυτόνομου εντοπισμού και εγκλωβισμού του στόχου.
Τέλος, εκτός από τις ικανότητες άμεσης προσβολής στόχων από τα Kiowa Warrior, τα ελικόπτερα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσφέρουν δεδομένα στοχοποίησης. Με τον καταδείκτη λέιζερ του σκοπευτικού τους μπορούν να «φωτίζουν» στόχους για βόμβες με καθοδήγηση λέιζερ (LGB) της Αεροπορίας ή για αντίστοιχα βλήματα πυροβολικού, όπως είναι το ρωσικής κατασκευής Krasnopol M.
Επίσης, μέσα σε δικτυοκεντρικά πλέγματα μπορούν να μεταδίδουν δεδομένα στοχοποίησης σε συστήματα πυροβολικού μεγάλου βεληνεκούς. Σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα» είχαμε αναφερθεί στις τεράστιες προόδους που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια όσον αφορά στη βελτίωση του βεληνεκούς, της ακρίβειας πλήγματος, της φονικότητας και της ποικιλίας των αποτελεσμάτων των πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών (MRL).
Ωστόσο, σημαντικές βελτιώσεις έχουν προκύψει και στα πυροβόλα, ιδιαίτερα αυτά των 155 χιλιοστών. Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό η νοτιοαφρικανική εταιρεία Denel, η οποία έχει απορροφηθεί από τη γερμανική Rheinmental, παρουσίασε οβίδες των 155 χιλιοστών της οικογένειας Assegai που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από νατοϊκών προδιαγραφών πυροβόλα των 155 χιλιοστών με μήκος κάνης 52 διαμετρημάτων και οι οποίες επιτυγχάνουν βεληνεκές της τάξης των 70 χλμ.
Στο μέλλον αναμένεται η περαιτέρω αύξηση του βεληνεκούς με την κατασκευή οβίδων με αυλοωθητή (Ramjet), όπως ήταν η επίσης νοτιοαφρικανική οβίδα RroRam των 155 χιλιοστών, που είχε παρουσιαστεί πριν από μερικά χρόνια, καθώς και μία της νορβηγικής εταιρείας Nammo, ή μια αντίστοιχη νοτιοκορεατική, τα βεληνεκή των οποίων θα προσεγγίζουν τα 100 χλμ.
Συμπερασματικά, τα Kiowa Warrior, μπορούν να λειτουργήσουν ως το «ρευστό» κομμάτι μιας δικτυοκεντρικής αρχιτεκτονικής, που θα προσφέρει δεδομένα στοχοποίησης για στόχους χερσαίους, θαλάσσιους και πιθανώς και για εναέριους σε ένα πλέγμα όπλων πυροβολικού που θα καλύπτουν με διαχωρικά πυρά τον χώρο επιχειρήσεων στο Αιγαίο αλλά και στον Έβρο, διαμορφώνοντας έναν ενοποιημένο γεωγραφικό χώρο μάχης, χωρίς αδύνατα σημεία.
Βέβαια, αυτό θα απαιτήσει την αγορά οπλικών συστημάτων. Επειδή όμως αναφερόμαστε σε αγορές βλημάτων ή σε τροποποιήσεις υπαρχόντων και όχι σε αγορές πλατφορμών (όπως αρμάτων μάχης, ή αεροσκαφών) το κόστος θα είναι πολύ μικρό, ενώ τα οφέλη μεγάλα.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 390 του περιοδικού «Επίκαιρα»
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας*
Μετά από πολλές παλινωδίες, καθυστερήσεις και αμφισβητήσεις, η απόκτηση 70 ελικοπτέρων επιθετικής αναγνώρισης AH – 58D Kiowa Warrior, φαίνεται πως πρόκειται να υλοποιηθεί, μετά την έγκριση του σχετικού προγράμματος από το ΚΥΣΕΑ.
Έτσι, 70 ελικόπτερα με τα περιφερειακά τους υλικά θα καταλήξουν (μάλλον…) μέσα στα επόμενα δύο χρόνια στην Αεροπορία Στρατού, αναβαθμίζοντας σημαντικά τις μαχητικές ικανότητες του Ελληνικού Στρατού.
Πολλές εφαρμογές
Ούτε τίθεται θέμα επιπλέον εξόδων για την υποστήριξή τους με ανταλλακτικά, μια και με τη χρήση κάποιων εκ των ελικοπτέρων αυτών ως πηγής ανταλλακτικών, θα είμαστε καλυμμένοι για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια. Επιπροσθέτως, επειδή τα Kiowa Warrior αποτελούν «στρατιωτικοποιημένες» εκδόσεις των πολιτικών ελικοπτέρων Bell 406, εκτιμάται ότι είναι πολύ πιο οικονομικά στη χρήση τους από αμιγώς μαχητικά ελικόπτερα.
Ακόμη, τα ελικόπτερα αυτά δεν έχουν απαξιωθεί επιχειρησιακά ούτε «πετάχτηκαν στα σκουπίδια» από τους Αμερικανούς.
Στην πραγματικότητα, περικοπές στις αμυντικές δαπάνες οδήγησαν τον Στρατό των ΗΠΑ σε αυτήν, τη μάλλον οδυνηρή, απόφαση, ενώ και τα νέα μαχητικά ελικόπτερα ΑΗ – 64E Apache Guardian έχουν σχεδιαστεί εξαρχής για να λειτουργούν σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας μη επανδρωμένα αεροχήματα για ρόλους αναγνώρισης και κατά συνέπεια δεν χρειάζονται κατ’ ανάγκην τα Kiowa Warrior.
Κάτι, ωστόσο, που δεν ισχύει για τα ελληνικά AH – 64D Longbow Apache και πολύ περισσότερο για τα παλαιότερα AH – 64A. Αντιθέτως, τα Kiowa Warrior αποτελούσαν οργανικό συμπλήρωμα των Apache του Αμερικανικού Στρατού, με τα οποία διαμόρφωναν μεικτούς σχηματισμούς.
Στο παρελθόν μάλιστα, ο Ελληνικός Στρατός είχε εκφράσει σχετική απαίτηση για την απόκτησή τους, προτού προκύψει το ενδεχόμενο χορήγησής τους από τα αμερικανικά αποθέματα. Έτσι, λοιπόν, υπό μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόκτηση των Kiowa Warrior αποτελεί το καθυστερημένo συμπλήρωμα των ελληνικών Apache.
"Πριολοκορδέλα" σε Έβρο, ασύμμετρη απειλή στα νησιά
Υπάρχουν, βέβαια, αντικρουόμενες σκέψεις και αντιλήψεις για τον βέλτιστο τρόπο που τα ελικόπτερα αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τον Ελληνικό Στρατό, με κριτική να ασκείται στην, κατά τα φαινόμενα, κυρίαρχη αντίληψη να διασπαστούν σε μικρά «πακέτα», αποτελούμενα από τέσσερα έως έξι ελικόπτερα το καθένα, και να διαμοιραστούν στα νησιά.
Οι αντίπαλοι αυτής της λογικής επισημαίνουν ότι στο πλαίσιο του δόγματος της Αεροεδαφικής Μάχης (Air Land Battle / ALB) του Στρατού των ΗΠΑ, που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 80, τα Kiowa Warrior μαζί με τα Apache, αποτελούσαν μέρος μιας εναέριας «πριονοκορδέλας» που αποσκοπούσε να προσβάλει εις βάθος, με διαρκή και αλληλοδιαδοχικά πλήγματα, τους τεράστιους τεθωρακισμένους και μηχανοκίνητους σχηματισμούς του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Και υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να γίνει και στην Ελλάδα. Πράγματι, η ενσωμάτωση των Kiowa Warrior σε μια ενοποιημένη δύναμη αεροπορικής κρούσης στο μέτωπο του Έβρου θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο και να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα διαμόρφωσης του αποτελέσματος σε περίπτωση σύγκρουσης. Αλλά και κάθε άλλη εφαρμογή τους δεν στερείται λογικής.
Όπως και να’ χει, η Ελλάδα αποκτά έναν σημαντικό αριθμό ελικοπτέρων που θα μεταφέρουν αντιαρματικούς πυραύλους Hellfire και ρουκέτες Hydra 70 και μπορούν να εξαπολύσουν μεγάλο όγκο πυρός εναντίον αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων και μη οχημάτων, συγκεντρώσεις στρατιωτών αλλά και πλοίων επιφανείας όλων των τύπων.
Από αποβατικά σκάφη μέχρι μεγάλες μονάδες επιφανείας, αξιοποιώντας την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου και τη δυνατότητά τους για πολύ χαμηλή πτήση, με αποτέλεσμα σε πολλές περιοχές να είναι σε θέση να προσεγγίζουν τα εχθρικά πλοία υπό κάλυψη, αφήνοντας μικρά περιθώρια αντίδρασης.
Ιδιαίτερα δε αν αξιοποιήσουν τακτικές σμήνωσης (swarming) και προσεγγίσουν τα πλοία – στόχους από πολλαπλές κατευθύνσεις, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα πλήγματα που θα επιφέρουν κορεσμό και αποδιοργάνωση της αντιαεροπορικής άμυνας, τότε μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνα.
Γενικότερα, τα Kiowa Warrior αποτελούν οπλισμένες πλατφόρμες υψηλής κινητικότητας με ικανότητα προσβολής στόχων τόσο στη στεριά όσο και τη θάλασσα και, κατά συνέπεια, μπορούν να αποτελέσουν μέρος της «κινητής γεωγραφίας ισχύος» του Αιγαίου και να συνεισφέρουν στη δημιουργία πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής, ενοποιώντας την αρχιπελαγική δομή σε έναν ιστό εξόντωσης για τις εχθρικές δυνάμεις.
Ομοβροντίες από έξυπνες ρουκέρες
Αν και ο Α/ΓΕΣ δεν ανέφερε κάτι για τον εξοπλισμό των ελικοπτέρων με νέα όπλα σε σχετική ερώτηση που δέχθηκε από δημοσιογράφο, εντούτοις, οι διεθνείς εξελίξεις στον χώρο των οπλικών τεχνολογιών μας δείχνουν ότι υπάρχουν δυνατότητες για τη δραστική αναβάθμιση των μαχητικών ικανοτήτων των ελικοπτέρων με μικρό κόστος.
Ως πρώτο βήμα θα μπορούσε υπάρξει ένα πρόγραμμα μετατροπής των υπαρχόντων ρουκετών των 2,75 ιντσών (70 χιλιοστών) Hydra 70, σε «έξυπνες», τόσο για τα Kiowa Warrior όσο και για τα Apache.
Για τις ελληνικές συνθήκες, μάλλον θα ταίριαζε περισσότερο κάποιο πρόγραμμα, που θα εφοδίαζε τις ρουκέτες Hydra 70, με ερευνητή (seeker) θερμικής καθοδήγησης, κάτι που θα τους προσέφερε τη δυνατότητα αυτόνομου εντοπισμού του στόχου και καθοδήγησης προς αυτόν και θα επέτρεπε την εξαπόλυση των ρουκετών σε ομοβροντίες.
Παρόμοιο είναι το πρόγραμμα LOGIR της αμερικανικής Raytheon σε συνεργασία με τη νοτιοκορεατική Hanhwa, το οποίο είχε εξετάσει στο παρελθόν το Ναυτικό των ΗΠΑ. Αντίθετα, ο Στρατός των ΗΠΑ επέλεξε το πρόγραμμα APKWS της BAE Systems, που μετατρέπει τις ρουκέτες ουσιαστικά σε μικρούς Hellfire, τοποθετώντας στο ρύγχος τους ένα σύστημα ημιενεργού καθοδήγησης λέιζερ (SAL).
Όμως, με αυτόν τον τρόπο απαιτείται ο «φωτισμός» του στόχου, είτε από σκοπευτικό σύστημα του ελικοπτέρου είτε από κάποιον άλλον, έως ότου προσκρούσει σε αυτόν η ρουκέτα και μόνον μετά μπορεί να εκτοξευτεί ένα άλλο βλήμα που θα καθοδηγείται σε διαφορετικό στόχο. Αντιθέτως, εάν το ελικόπτερο είναι εφοδιασμένο με αυτοκατευθυνόμενες ρουκέτες, θα μπορεί
να εξαπολύει ομοβροντία εναντίον ομάδας στόχων μέσα σε δευτερόλεπτα και κατόπιν να σπεύδει να καλυφθεί.
Το μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι αυξάνονται επικίνδυνα οι πιθανότητες προσβολής αμάχων ή φίλιων δυνάμεων και γενικότερα πρόκλησης παράπλευρων πληγμάτων, ενώ στους πολέμους «ανάμεσα σε ανθρώπους» (‘wars amongst the people’) χαμηλής έντασης (LIC), στους οποίους από το 2001 μέχρι σήμερα εμπλέκονταν οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις, δύσκολα προέκυπταν στόχοι τέτοιου μεγέθους που να δικαιολογούν τη μαζική προσβολή τους με ομοβροντίες ρουκετών.
Αυτό όμως δεν ισχύει για τις ελληνικές συνθήκες. Για παράδειγμα, σε περίπτωση προσβολής μιας ομάδας ταχύπλοων σκαφών, οι πιθανότητες παράπλευρου πλήγματος είναι εξαιρετικά μειωμένες, ενώ και στο μέτωπο του Έβρου αναμένεται να υπάρξει μεγάλη «πυκνότητα» εχθρικών στόχων σε δεδομένες περιοχές.
Αν, μάλιστα, υλοποιηθεί επιτέλους, η αγορά πυραύλων Hellfire της έκδοσης AGM – L, που θα επιτρέψει στα AH – 64D του Ελληνικού Στρατού να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες του ραντάρ χιλιοστρομετρικού κύματος Longbow και να εξαπολύουν μαζικές ομοβροντίες πυραύλων fire – and – forget, τότε οι ικανότητες προσβολής μεγάλων τουρκικών μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων σχηματισμών θα αυξηθούν κατακόρυφα.
Δυνατότητα αύξησης βεληνεκούς
Επιστρέφοντας στις θερμοκατευθυνόμενες Hydra – 70, να πούμε ότι παρόμοιες ρουκέτες προσφέρουν ουσιαστικές δυνατότητες διαχωρικών πυρών στο ελληνικό στράτευμα, επιτρέποντας την προσβολή ακόμη και εναέριων στόχων, όπως για παράδειγμα ομάδων ελικοπτέρων που θα επιδιώκουν να εγκαταστήσουν αεροπρογεφύρωμα.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα Kiowa Warrior μπορούν να εφοδιαστούν και με την έκδοση για ελικόπτερα του αντιαεροπορικού πυραύλου μικρού βεληνεκούς Stinger (Air – to – Air Stinger / ATAS), με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσβάλουν εχθρικά ελικόπτερα ή και μαχητικά αεροσκάφη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Παρεμπιπτόντως, η δυνατότητα των Kiowa Warrior να συνεισφέρουν στην εξάλειψη προγεφυρωμάτων είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική ακόμη και με τις με τις υπάρχουσες μη κατευθυνόμενες Hydra 70. Για παράδειγμα, ακόμη και τέσσερα Kiowa Warrior θα μπορούσαν να εξαπολύσουν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ένα μπαράζ περίπου 50 ρουκετών, σαρώνοντας μια εκτεταμένη περιοχή.
Επίσης, εκτός από τα συστήματα καθοδήγησης με τα οποία μπορούν να εφοδιαστούν οι ρουκέτες Hydra 70, μπορούν να τοποθετηθούν και νέοι πυραυλοκινητήρες που να αυξήσουν αποφασιστικά το βεληνεκές τους.
Ήδη η νορβηγική εταιρεία Nammo προσφέρει τροποποιημένες Hydra 70, το βεληνεκές των οποίων έχει ανέλθει από τα 6,5 στα 12 χλμ, επιτρέποντάς τες να προσβάλουν στόχους παραμένοντας εκτός του βεληνεκούς των συστημάτων εγγύς αεράμυνας (VSHORADS), όπως είναι φορητοί αντιαεροπορικοί εκτοξευτές πυραύλων (MANPADS) ή αντιαεροπορικά πυροβόλα.
Ιπτάμενες βάσεις πυραύλων
Ωστόσο, η μετατροπή των Kiowa Warrior σε υποστρατηγικά συστήματα κρούσης, θα μπορούσε να γίνει με τον εφοδιασμό τους με πυραύλους προσβολής στόχων σε αποστάσεις πολλών δεκάδων χλμ. Δύο υποψήφια συστήματα είναι οι ισραηλινοί Spike NLOS και Nimrod 3, με βεληνεκή 25 και 50 χλμ αντιστοίχως.
Ο πρώτος χρησιμοποιεί ραδιοζεύξη για την καθοδήγησή του, μέθοδος που επιτρέπει στον χειριστή του εκτοξευτή να βλέπει στην οθόνη του την εικόνα που του μεταδίδει η κάμερα του πυραύλου και να επιλέγει στόχους. Στην περίπτωση του Nimrod, αν και το βεληνεκές είναι διπλάσιο, η κεφαλή ημιενεργής καθοδήγησης λέιζερ (SAL) που διαθέτει, απαιτεί τον «φωτισμό» του στόχου από καταδείκτη λέιζερ που θα βρίσκεται στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, μια ομάδα ελικοπτέρων εφοδιασμένων με όπλα προσβολής ακριβείας βεληνεκούς δεκάδων χλμ μπορεί να καλύψει έναν χώρο σχετικά περιορισμένων διαστάσεων, όπως είναι μεγάλες περιοχές του Αιγαίου, χωρίς τα ελικόπτερα να εισέρχονται στην επικίνδυνη ζώνη.
Παρόμοια επιλογή έχουν κάνει και οι Ισραηλινοί, οι οποίοι έχουν μετατρέψει το τεράστιο μεταφορικό ελικόπτερο CH – 53 Ya’sur που διαθέτουν σε ιπτάμενη πυραυλική πλατφόρμα, εφοδιάζοντάς το με πυραύλους Nimrod.
Ωστόσο, το πιο υποσχόμενο όπλο σε αυτήν την κατηγορία είναι το ρωσικό πυραυλικό σύστημα Germes (Ερμής) που τοποθετείται σε μαχητικά ελικόπτερα Kamov Ka – 50/52 και σε μικρά σκάφη του Ρωσικού Ναυτικού.
Ο πύραυλος αυτός αποτελεί μια σειρά εκδόχων του αντιαρματικού πυραύλου Vikhr, που επιτυγχάνουν βεληνεκές 20, 40 ή και 100 χλμ, ενώ μπορούν να εφοδιαστούν και με ποικιλία κεφαλών καθοδήγησης που περιλαμβάνουν ακόμη και αυτόνομου εντοπισμού και εγκλωβισμού του στόχου.
"Μάτι" του πυροβολικού
Τέλος, εκτός από τις ικανότητες άμεσης προσβολής στόχων από τα Kiowa Warrior, τα ελικόπτερα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσφέρουν δεδομένα στοχοποίησης. Με τον καταδείκτη λέιζερ του σκοπευτικού τους μπορούν να «φωτίζουν» στόχους για βόμβες με καθοδήγηση λέιζερ (LGB) της Αεροπορίας ή για αντίστοιχα βλήματα πυροβολικού, όπως είναι το ρωσικής κατασκευής Krasnopol M.
Επίσης, μέσα σε δικτυοκεντρικά πλέγματα μπορούν να μεταδίδουν δεδομένα στοχοποίησης σε συστήματα πυροβολικού μεγάλου βεληνεκούς. Σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα» είχαμε αναφερθεί στις τεράστιες προόδους που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια όσον αφορά στη βελτίωση του βεληνεκούς, της ακρίβειας πλήγματος, της φονικότητας και της ποικιλίας των αποτελεσμάτων των πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών (MRL).
Ωστόσο, σημαντικές βελτιώσεις έχουν προκύψει και στα πυροβόλα, ιδιαίτερα αυτά των 155 χιλιοστών. Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό η νοτιοαφρικανική εταιρεία Denel, η οποία έχει απορροφηθεί από τη γερμανική Rheinmental, παρουσίασε οβίδες των 155 χιλιοστών της οικογένειας Assegai που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από νατοϊκών προδιαγραφών πυροβόλα των 155 χιλιοστών με μήκος κάνης 52 διαμετρημάτων και οι οποίες επιτυγχάνουν βεληνεκές της τάξης των 70 χλμ.
Στο μέλλον αναμένεται η περαιτέρω αύξηση του βεληνεκούς με την κατασκευή οβίδων με αυλοωθητή (Ramjet), όπως ήταν η επίσης νοτιοαφρικανική οβίδα RroRam των 155 χιλιοστών, που είχε παρουσιαστεί πριν από μερικά χρόνια, καθώς και μία της νορβηγικής εταιρείας Nammo, ή μια αντίστοιχη νοτιοκορεατική, τα βεληνεκή των οποίων θα προσεγγίζουν τα 100 χλμ.
Συμπερασματικά, τα Kiowa Warrior, μπορούν να λειτουργήσουν ως το «ρευστό» κομμάτι μιας δικτυοκεντρικής αρχιτεκτονικής, που θα προσφέρει δεδομένα στοχοποίησης για στόχους χερσαίους, θαλάσσιους και πιθανώς και για εναέριους σε ένα πλέγμα όπλων πυροβολικού που θα καλύπτουν με διαχωρικά πυρά τον χώρο επιχειρήσεων στο Αιγαίο αλλά και στον Έβρο, διαμορφώνοντας έναν ενοποιημένο γεωγραφικό χώρο μάχης, χωρίς αδύνατα σημεία.
Βέβαια, αυτό θα απαιτήσει την αγορά οπλικών συστημάτων. Επειδή όμως αναφερόμαστε σε αγορές βλημάτων ή σε τροποποιήσεις υπαρχόντων και όχι σε αγορές πλατφορμών (όπως αρμάτων μάχης, ή αεροσκαφών) το κόστος θα είναι πολύ μικρό, ενώ τα οφέλη μεγάλα.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 390 του περιοδικού «Επίκαιρα»
No comments
Post a Comment