Προσδοκώντας Οφέλη από τη Συμμετοχή σε Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις - Τα κίνητρα των χωρών και η περίπτωση της Ελλάδας
Ιπποκράτης Δασκαλάκης στο 5o Συνέδριο Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής*
Ο σκοπός της παρουσίασης είναι να εξετάσουμε συνοπτικά τους λόγους που οδηγούν τις διάφορες χώρες να διαθέσουν στρατεύματα σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις (Peace Keeping Operations).
Καθώς ο σκοπός μας δεν είναι η από άποψη του διεθνούς δικαίου προσέγγιση του θέματος, αλλά η εξέταση των κινήτρων που ωθούν τις χώρες να διαθέσουν στρατεύματα, ως ειρηνευτικές επιχειρήσεις θα θεωρήσουμε το σύνολο των αποστολών που προϋποθέτουν επιτόπια ανάπτυξη δυνάμεων, με ή χωρίς τη θέληση όλων των εμπλεκομένων και με ή χωρίς τη δυνατότητα χρήσης βίας.
Οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να είναι υπό την άμεση εποπτεία του ΟΗΕ ή ακόμη υπό Περιφερειακά Σύμφωνα και Οργανώσεις όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, η Αφρικανική Ένωση, σύμφωνα πάντα με το Κεφάλαιο VIII του Καταστατικού του ΟΗΕ.
Πλέον των κινήτρων που οδηγούν τις χώρες να διαθέσουν στρατεύματα, θα εξετάσουμε αν τελικά επιτυγχάνονται οι εθνικοί στόχοι που συνήθως τίθενται πίσω από αυτή τη χειρονομία. Φυσικά ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην ελληνική περίπτωση.
Τι σπρώχνει, για παράδειγμα το φτωχό Μπανγκλαντές, να διαθέτει εκατοντάδες στρατιώτες σε ειρηνευτικές αποστολές σε όλο τον κόσμο? Έχει διαθέσει πάνω από 120.000 άνδρες από την ένταξη του στον ΟΗΕ το 1974.
Όσο λοιπόν και να μας φαίνεται παράξενο, το Μπανγκλαντές είναι από τις λίγες χώρες του κόσμου που έχει αναγνωρίσει τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ ως αναπόσπαστο μέρος του Συντάγματος του και ταυτόχρονα έχει υιοθετήσει μια ενεργό συμμετοχή στις δραστηριότητες του Οργανισμού. Με την ενεργό συμμετοχή επιδιώκει:
• Την αναγνώριση του διεθνούς ρόλου της χώρας, που πολλάκις καθίσταται αποδέκτης της βοήθειας του ΟΗΕ σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, και που συχνά αναμένει μια πιο «γενναιόδωρη» αντιμετώπιση.
• Τη διεθνή υποστήριξη - στα πολύπλοκα προβλήματα που αντιμετωπίζει- από τις διάφορες χώρες στις οποίες αναπτύσσει τα στρατεύματα της.
• Την ενίσχυση της οικονομίας του μέσω των επιδομάτων, σε σκληρό συνάλλαγμα, που ο ΟΗΕ διαθέτει για τη συντήρηση των ειρηνευτικών δυνάμεων.
• Την απόκτηση εμπειριών των στρατευμάτων του από τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις άλλων κρατών.
Οι μάλλον μετριοπαθείς επιδιώξεις του Μπανγκλαντές φαίνεται ότι επιτυγχάνονται με τη διάθεση στρατευμάτων στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις.
Μια άλλη ενεργητική χώρα είναι η Πολωνία με συμμετοχή σε πληθώρα επιχειρήσεων (σε 71 και με περίπου 84.000 στρατιώτες μέχρι σήμερα) του ΟΗΕ και όχι μόνο, από τη δεκαετία του 1950. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού παρατηρήθηκε περαιτέρω αύξηση αυτών των συμμετοχών.
Μάλιστα πριν ακόμη καταστεί μέλος του ΝΑΤΟ (1999), η Πολωνία συμμετέχει στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (IFOR-που αργότερα μετεξελίχτηκα στην SFOR).
Ενδεχομένως η συνεισφορά στη Β-Ε αποσκοπούσε και στην ευνοϊκή κατάληξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, που είχαν αρχίσει νωρίτερα, για την ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία ή τουλάχιστον αποτελούσε ένδειξη αναγνώρισης της αμερικανικής συμπαράστασης και ενθάρρυνσης στην πορεία αυτή.
Η οικονομική κρίση του 2008, οδήγησαν την Πολωνία στην απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων από τις αποστολές του ΟΗΕ στα υψώματα του Γκολάν, Λίβανο, Τσαντ και Κεντροαφρικανική Δημοκρατία αλλά και από το Ιράκ (Operation Iraqi Freedom).
Παρά ταύτα παρέμεινε, μέχρι το 2014, ενεργός η συμμετοχή της στο Αφγανιστάν (ISAF), US-led Operations, απόδειξη μάλλον της επιθυμίας διατήρησης στενών δεσμών με την Ουάσιγκτον καθώς η τελευταία αποτελεί την καλύτερη εγγύηση ασφαλείας έναντι της ρωσικής νευρικότητας.
Να μη ξεχνάμε όμως ότι η Πολωνία διεκδικεί ένα σημαντικό ρόλο στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αντάξιο του μεγέθους και ιστορίας της, άρα η ενεργός συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις είναι επιβεβλημένος. Αυτό εξηγεί και την εστίαση της πλέον σε επιχειρήσεις των 2 Οργανισμών οι οποίοι αναμφισβήτητα έχουν σημαντικό ρόλο στην ασφάλεια της Πολωνίας.
Σημειώνουμε ότι η διάθεση στρατευμάτων σε επιχειρήσεις ΝΑΤΟ και ΕΕ δεν επιδοτείται από τους Οργανισμούς αυτούς όπως συμβαίνει με τον ΟΗΕ οπότε εκλείπει το οικονομικό κίνητρο. Αντίθετα το κόστος της συμμετοχής είναι αρκετά υψηλό.
Η Τανζανία αποτελεί μια ακόμη χώρα με ενεργό συμμετοχή σε πληθώρα ειρηνευτικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ κυρίως στην αφρικανική ήπειρο. Απώτερος στόχος της Τανζανίας φαίνεται η σταθεροποίηση των γειτονικών περιοχών καθώς η μεγάλη αυτή αφρικανική χώρα, με τις πολλές δυνατότητες που διαθέτει, επηρεάζεται από τις αρνητικές εξελίξεις στις γειτονικές περιοχές.
Έχει επωφεληθεί από την εμπειρία των στρατευμάτων της και έχει εξελιχθεί σε χώρα «εκπαιδευτή» άλλων αφρικανικών χωρών για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις με ότι αυτό συνεπάγεται από οικονομική σκοπιά αλλά και αύξηση της επιρροής της.
Σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση η περίπτωση των πλούσιων Σκανδιναβικών χωρών που έχουν αναπτύξει μια προτεσταντική αντίληψη διεθνούς ευθύνης που υλοποιείται με τη συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και κυρίως με την οικονομική ενίσχυση τους. Δύσκολα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε εθνοκεντρικές επιδιώξεις πίσω από αυτές τις κινήσεις πλην της επιδίωξης μιας παγκόσμιας σταθερότητας ίσως και της επαύξησης της «ήπιας» ισχύος αυτών των χωρών.
Ας όμως έρθουμε και στην ελληνική περίπτωση, επιστρέφοντας στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ΟΗΕ και στον πόλεμο της Κορέας. Εντύπωση προκαλεί ότι στην επίσημη λίστα των ΗΕ δεν υπάρχει αναφορά στο 3ετή πόλεμο αλλά ως πρώτη Peacekeeping Operation εμφανίζεται η United Nations Emergency Force (UNEF) στο Σουέζ το Νοέμβριο του 1956.
Παρά ταύτα 15 χώρες, υπακούοντας στις εκκλήσεις του Γενικού Γραμματέα (και στις αμερικανικές παραινέσεις), έστειλαν δεκάδες χιλιάδων στρατιώτες να αντιμετωπίσουν την εισβολή των βορειοκορεατικών και λίγο αργότερα των κινεζικών στρατευμάτων.
Μεταξύ των χωρών αυτών και η Ελλάδα αφήνοντας πίσω στα πεδία των μαχών 186 από τα παιδιά της. Γιατί όμως η αδύναμη, ταλαιπωρημένη και βασιζόμενη σε εξωτερική βοήθεια για την επιβίωση της, Ελλάδα συμμετείχε στην αποστολή αυτή;
• Ήθελε να επιδείξει την ευγνωμοσύνη της προς τις ΗΠΑ που με την πολύπλευρη βοήθεια του «Δόγματος Truman» και του «Σχεδίου Marshall» διέσωσε το αστικό καθεστώς των Αθηνών από την κομμουνιστική εξέγερση και έθεσε τις βάσεις ανόρθωσης της οικονομίας?
• Επεδίωκε να εξασφαλίσει εγγυήσεις ασφαλείας έναντι ενός νέου ενδεχόμενου αντάρτικου ή ακόμη και έναντι μιας στρατιωτικής εισβολής από τις βόρειες «Λαϊκές Δημοκρατίες» και κυρίως από τη Βουλγαρία, με ή χωρίς άμεση σοβιετική βοήθεια? Οι εγγυήσεις αυτές μπορεί να παρέχονταν από τη συμμετοχή στην Ατλαντική Συμμαχία ή σε ένα άλλο περιφερειακό Μεσογειακό Αμυντικό Σύμφωνο ή ακόμη μέσω μιας διμερούς αμερικανικής (ή και βρετανικής) δέσμευσης.
• Μήπως απλά οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος, προσανατολισμένοι προς τις δυτικές ναυτικές δυνάμεις, ήθελαν να αποκτήσουν την εύνοια της Αμερικανικής Πρεσβείας άρα και την αύξηση των πιθανοτήτων τους να αποκτήσουν την ποθητή εξουσία?
• Ίσως και τα τρία μαζί!
Τελικά και μέσα από δισταγμούς, σταδιακές παλινδρομήσεις αμφοτέρων των πλευρών (Αθηνών και Ουάσιγκτον) και υπό το βάρος των δυσμενών εξελίξεων στο μέτωπο της Κορέας, 8 αεροσκάφη αναχώρησαν και μετά από λίγες ημέρες ακολούθησε ένα ενισχυμένο τάγμα πεζικού για τη μακρινή χερσόνησο.
Η αρχικά προσφερθείσα δύναμη μιας ολόκληρης ταξιαρχίας, εξ αιτίας της λανθασμένης προσδοκίας των Αμερικανών για σύντομο τερματισμό του πολέμου, μειώθηκε σε ενισχυμένο τάγμα πεζικού.
Στην αναζήτηση μου, που αποτελεί και τη διδακτορική μου σε εξέλιξη προσπάθεια, δεν μπόρεσα να εντοπίσω ένα συντονισμένο ελληνικό σχέδιο ούτε ακόμη και διστακτικές προσπάθειες διαπραγμάτευσης ανταλλαγμάτων, πλέον των επαναλαμβανόμενων αιτήσεων για εγγυήσεις ασφαλείας, για τη συμβολική αλλά συνάμα πολύτιμη προσφορά μας.
Και αυτό σε αντίθεση με τη τουρκική συνεισφορά που απέβλεπε στην απόκτηση των ίδιων με την Ελλάδα εγγυήσεων ασφαλείας και συνοδεύτηκε με μια επίμονη προσπάθεια ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία.
Παρά όμως τη διάθεση μιας τουρκικής ταξιαρχίας, που υπέστη σημαντικές απώλειες καθώς βρέθηκε αντιμέτωπη με τις προελαύνουσες κινεζικές δυνάμεις και παρά τις συχνές αιτήσεις ένταξης και πολύπλευρες αιτήσεις, δεν πέτυχε τους πολυπόθητους στόχους.
Δύο λοιπόν χώρες, που πρόθυμα υπάκουσαν στα αμερικανικά κελεύσματα συνδρομής δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τις επιδιωκόμενες εγγυήσεις ασφαλείας παρά τους επαίνους που έλαβαν για την προσφορά τους.
Και αν, η σταδιακή προσέγγιση-σύνδεση τους με την Ατλαντική Συμμαχία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1950, πήρε την οριστική έγκριση ακριβώς μετά από ένα χρόνο και πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1952, αυτό ήταν αποτέλεσμα των γεωπολιτικών σχεδιασμών της Ουάσιγκτον.
Μπορεί ο Acheson, εκ των υστέρων, να ισχυρίστηκε ότι Ελλάδα και Τουρκία με τις δυνάμεις τους στην Κορέα «ανέβασαν τις μετοχές τους» για την είσοδο στην Ατλαντική Συμμαχία αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται από κανένα από τα επίσημα έγγραφα που πλέον διατίθενται ελεύθερα από το State Department.
Η συμμετοχή στο φονικό πόλεμο της Κορέας αποτελεί, ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση των περιορισμένων στόχων που μπορεί τελικά να εξυπηρετήσει η στρατιωτική συνδρομή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις.
Ανάλογη αποτυχία -με αυτή της Ελλάδος και Τουρκίας- θα αντιμετωπίσουν και άλλα μικρότερα κράτη (ΠΓΔΜ, Γεωργία), που ακόμη και σήμερα συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ εξακολουθούν όχι μόνο να βλέπουν την πόρτα του Οργανισμού κλειστή στις επιδιώξεις τους αλλά και να μη λαμβάνουν τις επιδιωκόμενες εγγυήσεις ασφαλείας.
Η Ελλάδα συμμετείχε πρόσφατα σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις σε Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Αλβανία, Κόσσοβο και Αφγανιστάν. Ειδικά στο Κόσσοβο, συμμετείχαμε με σχετικά αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. Στις βαλκανικές περιπτώσεις, η επιδίωξη της σταθεροποίησης στα βόρεια σύνορα μας καθώς και το ενδιαφέρον μας για τους ομοεθνείς μας και η δημιουργία ευνοϊκής αποδοχής μας από τους ντόπιους της ελληνικής επιρροής ήταν βασικοί αντικειμενικοί στόχοι.
Η ελληνική στρατιωτική παρουσία συνοδεύθηκε από μια οικονομική και επιχειρηματική έξαρση της παρουσίας μας στις χώρες των Βαλκανίων η οποία μάλλον υποκινήθηκε περισσότερο από μια εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων που ευημερούσαν την περίοδο εκείνη.
Ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζουμε αν επιδιώχθηκαν τότε συγκεκριμένα ανταλλάγματα μια αυξημένης πολιτικής επιρροής στο χώρο των Βαλκανίων έναντι της στρατιωτικής μας συμμετοχής. Οι συνεχόμενες όμως σήμερα τριβές με Αλβανία και Σκόπια αποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε.
• Ενδεχομένως να υπήρχαν τότε οι δυνατότητες θετικής για τα μακροχρόνια συμφέροντα μας, δρομολόγησης ορισμένων θεμάτων.
• Ενδεχομένως όμως τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα να απαγόρευαν την ικανοποίηση ανάλογων αιτημάτων. Τα ερωτήματα αυτά ελπίζουμε να επιλυθούν με την πάροδο του χρόνου και την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία των μεγάλων δυνάμεων.
Τα κίνητρα των συγχρόνων ελληνικών συμμετοχών θα μπορούσε να συνοψιστούν όπως παρακάτω:
• Σταθεροποίηση περιοχών ενδιαφέροντος.
• Ενδιαφέρον για Ομοεθνείς.
• Αύξηση Επιρροής.
• Ανάδειξη σε ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια.
• Συνεπακόλουθα οικονομικά οφέλη.
• Παρεμπόδιση ανταγωνιστικών δυνάμεων.
• Εκπλήρωση υποχρεώσεων Οργανισμών.
• Λοιπά Ανταλλάγματα (UNFICYP).
Συμπερασματικά, οι χώρες οδηγούνται να συμμετάσχουν στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις για ένα πλήθος λόγων που κυμαίνονται σε όλο το φάσμα των εθνικών επιδιώξεων.
Η ευνοϊκή κατάληξη αυτών των προσπαθειών αποτελεί το επιστέγασμα συνεπούς πολιτικής, ετοιμότητας εκμετάλλευσης των ευκαιριών και ορθής- έγκαιρης διάθεσης απαραίτητης συνδρομής.
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες και οι ευρύτερες στοχεύσεις των μεγάλων δυνάμεων είναι αυτές όμως που τελικά θα καθορίσουν το μέγεθος των επιδιώξεων που μπορεί να ικανοποιηθούν.
Ως εκ τούτου οι επιδιώξεις μας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εξωγενείς αυτούς παράγοντες, να είναι ρεαλιστικές και κυρίως η διατιθέμενη συνδρομή μας να είναι περισσότερο ελκυστική από αυτή των εν δυνάμει αντιπάλων μας στα μέτρα φυσικά που επιτρέπουν οι δυνατότητες μας.
Συντονιστής: Β. Μαρτζούκος
Ομιλητές:
• Ντανιέλλα Μαρούδα
• Κωνσταντίνος Γκίνης
• Πολυχρόνης Ναλμπάντης
«ΝΑΤΟ και Ρωσία: Συνεργάτες σε Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις στα Βαλκάνια»
• Ιπποκράτης Δασκαλάκης
«Προσδοκώντας Οφέλη από τη Συμμετοχή σε Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις»
Ιπποκράτης Δασκαλάκης στο 5o Συνέδριο Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής*
Ο σκοπός της παρουσίασης είναι να εξετάσουμε συνοπτικά τους λόγους που οδηγούν τις διάφορες χώρες να διαθέσουν στρατεύματα σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις (Peace Keeping Operations).
Οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να είναι υπό την άμεση εποπτεία του ΟΗΕ ή ακόμη υπό Περιφερειακά Σύμφωνα και Οργανώσεις όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, η Αφρικανική Ένωση, σύμφωνα πάντα με το Κεφάλαιο VIII του Καταστατικού του ΟΗΕ.
Πλέον των κινήτρων που οδηγούν τις χώρες να διαθέσουν στρατεύματα, θα εξετάσουμε αν τελικά επιτυγχάνονται οι εθνικοί στόχοι που συνήθως τίθενται πίσω από αυτή τη χειρονομία. Φυσικά ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην ελληνική περίπτωση.
Τι σπρώχνει, για παράδειγμα το φτωχό Μπανγκλαντές, να διαθέτει εκατοντάδες στρατιώτες σε ειρηνευτικές αποστολές σε όλο τον κόσμο? Έχει διαθέσει πάνω από 120.000 άνδρες από την ένταξη του στον ΟΗΕ το 1974.
Όσο λοιπόν και να μας φαίνεται παράξενο, το Μπανγκλαντές είναι από τις λίγες χώρες του κόσμου που έχει αναγνωρίσει τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ ως αναπόσπαστο μέρος του Συντάγματος του και ταυτόχρονα έχει υιοθετήσει μια ενεργό συμμετοχή στις δραστηριότητες του Οργανισμού. Με την ενεργό συμμετοχή επιδιώκει:
• Την αναγνώριση του διεθνούς ρόλου της χώρας, που πολλάκις καθίσταται αποδέκτης της βοήθειας του ΟΗΕ σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, και που συχνά αναμένει μια πιο «γενναιόδωρη» αντιμετώπιση.
• Τη διεθνή υποστήριξη - στα πολύπλοκα προβλήματα που αντιμετωπίζει- από τις διάφορες χώρες στις οποίες αναπτύσσει τα στρατεύματα της.
• Την ενίσχυση της οικονομίας του μέσω των επιδομάτων, σε σκληρό συνάλλαγμα, που ο ΟΗΕ διαθέτει για τη συντήρηση των ειρηνευτικών δυνάμεων.
• Την απόκτηση εμπειριών των στρατευμάτων του από τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις άλλων κρατών.
Οι μάλλον μετριοπαθείς επιδιώξεις του Μπανγκλαντές φαίνεται ότι επιτυγχάνονται με τη διάθεση στρατευμάτων στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις.
Μια άλλη ενεργητική χώρα είναι η Πολωνία με συμμετοχή σε πληθώρα επιχειρήσεων (σε 71 και με περίπου 84.000 στρατιώτες μέχρι σήμερα) του ΟΗΕ και όχι μόνο, από τη δεκαετία του 1950. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού παρατηρήθηκε περαιτέρω αύξηση αυτών των συμμετοχών.
Μάλιστα πριν ακόμη καταστεί μέλος του ΝΑΤΟ (1999), η Πολωνία συμμετέχει στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (IFOR-που αργότερα μετεξελίχτηκα στην SFOR).
Ενδεχομένως η συνεισφορά στη Β-Ε αποσκοπούσε και στην ευνοϊκή κατάληξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, που είχαν αρχίσει νωρίτερα, για την ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία ή τουλάχιστον αποτελούσε ένδειξη αναγνώρισης της αμερικανικής συμπαράστασης και ενθάρρυνσης στην πορεία αυτή.
Η οικονομική κρίση του 2008, οδήγησαν την Πολωνία στην απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων από τις αποστολές του ΟΗΕ στα υψώματα του Γκολάν, Λίβανο, Τσαντ και Κεντροαφρικανική Δημοκρατία αλλά και από το Ιράκ (Operation Iraqi Freedom).
Παρά ταύτα παρέμεινε, μέχρι το 2014, ενεργός η συμμετοχή της στο Αφγανιστάν (ISAF), US-led Operations, απόδειξη μάλλον της επιθυμίας διατήρησης στενών δεσμών με την Ουάσιγκτον καθώς η τελευταία αποτελεί την καλύτερη εγγύηση ασφαλείας έναντι της ρωσικής νευρικότητας.
Να μη ξεχνάμε όμως ότι η Πολωνία διεκδικεί ένα σημαντικό ρόλο στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αντάξιο του μεγέθους και ιστορίας της, άρα η ενεργός συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις είναι επιβεβλημένος. Αυτό εξηγεί και την εστίαση της πλέον σε επιχειρήσεις των 2 Οργανισμών οι οποίοι αναμφισβήτητα έχουν σημαντικό ρόλο στην ασφάλεια της Πολωνίας.
Σημειώνουμε ότι η διάθεση στρατευμάτων σε επιχειρήσεις ΝΑΤΟ και ΕΕ δεν επιδοτείται από τους Οργανισμούς αυτούς όπως συμβαίνει με τον ΟΗΕ οπότε εκλείπει το οικονομικό κίνητρο. Αντίθετα το κόστος της συμμετοχής είναι αρκετά υψηλό.
Η Τανζανία αποτελεί μια ακόμη χώρα με ενεργό συμμετοχή σε πληθώρα ειρηνευτικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ κυρίως στην αφρικανική ήπειρο. Απώτερος στόχος της Τανζανίας φαίνεται η σταθεροποίηση των γειτονικών περιοχών καθώς η μεγάλη αυτή αφρικανική χώρα, με τις πολλές δυνατότητες που διαθέτει, επηρεάζεται από τις αρνητικές εξελίξεις στις γειτονικές περιοχές.
Έχει επωφεληθεί από την εμπειρία των στρατευμάτων της και έχει εξελιχθεί σε χώρα «εκπαιδευτή» άλλων αφρικανικών χωρών για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις με ότι αυτό συνεπάγεται από οικονομική σκοπιά αλλά και αύξηση της επιρροής της.
Σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση η περίπτωση των πλούσιων Σκανδιναβικών χωρών που έχουν αναπτύξει μια προτεσταντική αντίληψη διεθνούς ευθύνης που υλοποιείται με τη συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και κυρίως με την οικονομική ενίσχυση τους. Δύσκολα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε εθνοκεντρικές επιδιώξεις πίσω από αυτές τις κινήσεις πλην της επιδίωξης μιας παγκόσμιας σταθερότητας ίσως και της επαύξησης της «ήπιας» ισχύος αυτών των χωρών.
Η ελληνική συμμετοχή
Ας όμως έρθουμε και στην ελληνική περίπτωση, επιστρέφοντας στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ΟΗΕ και στον πόλεμο της Κορέας. Εντύπωση προκαλεί ότι στην επίσημη λίστα των ΗΕ δεν υπάρχει αναφορά στο 3ετή πόλεμο αλλά ως πρώτη Peacekeeping Operation εμφανίζεται η United Nations Emergency Force (UNEF) στο Σουέζ το Νοέμβριο του 1956.
Παρά ταύτα 15 χώρες, υπακούοντας στις εκκλήσεις του Γενικού Γραμματέα (και στις αμερικανικές παραινέσεις), έστειλαν δεκάδες χιλιάδων στρατιώτες να αντιμετωπίσουν την εισβολή των βορειοκορεατικών και λίγο αργότερα των κινεζικών στρατευμάτων.
Μεταξύ των χωρών αυτών και η Ελλάδα αφήνοντας πίσω στα πεδία των μαχών 186 από τα παιδιά της. Γιατί όμως η αδύναμη, ταλαιπωρημένη και βασιζόμενη σε εξωτερική βοήθεια για την επιβίωση της, Ελλάδα συμμετείχε στην αποστολή αυτή;
• Ήθελε να επιδείξει την ευγνωμοσύνη της προς τις ΗΠΑ που με την πολύπλευρη βοήθεια του «Δόγματος Truman» και του «Σχεδίου Marshall» διέσωσε το αστικό καθεστώς των Αθηνών από την κομμουνιστική εξέγερση και έθεσε τις βάσεις ανόρθωσης της οικονομίας?
• Επεδίωκε να εξασφαλίσει εγγυήσεις ασφαλείας έναντι ενός νέου ενδεχόμενου αντάρτικου ή ακόμη και έναντι μιας στρατιωτικής εισβολής από τις βόρειες «Λαϊκές Δημοκρατίες» και κυρίως από τη Βουλγαρία, με ή χωρίς άμεση σοβιετική βοήθεια? Οι εγγυήσεις αυτές μπορεί να παρέχονταν από τη συμμετοχή στην Ατλαντική Συμμαχία ή σε ένα άλλο περιφερειακό Μεσογειακό Αμυντικό Σύμφωνο ή ακόμη μέσω μιας διμερούς αμερικανικής (ή και βρετανικής) δέσμευσης.
• Μήπως απλά οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος, προσανατολισμένοι προς τις δυτικές ναυτικές δυνάμεις, ήθελαν να αποκτήσουν την εύνοια της Αμερικανικής Πρεσβείας άρα και την αύξηση των πιθανοτήτων τους να αποκτήσουν την ποθητή εξουσία?
• Ίσως και τα τρία μαζί!
Τελικά και μέσα από δισταγμούς, σταδιακές παλινδρομήσεις αμφοτέρων των πλευρών (Αθηνών και Ουάσιγκτον) και υπό το βάρος των δυσμενών εξελίξεων στο μέτωπο της Κορέας, 8 αεροσκάφη αναχώρησαν και μετά από λίγες ημέρες ακολούθησε ένα ενισχυμένο τάγμα πεζικού για τη μακρινή χερσόνησο.
Η αρχικά προσφερθείσα δύναμη μιας ολόκληρης ταξιαρχίας, εξ αιτίας της λανθασμένης προσδοκίας των Αμερικανών για σύντομο τερματισμό του πολέμου, μειώθηκε σε ενισχυμένο τάγμα πεζικού.
Στην αναζήτηση μου, που αποτελεί και τη διδακτορική μου σε εξέλιξη προσπάθεια, δεν μπόρεσα να εντοπίσω ένα συντονισμένο ελληνικό σχέδιο ούτε ακόμη και διστακτικές προσπάθειες διαπραγμάτευσης ανταλλαγμάτων, πλέον των επαναλαμβανόμενων αιτήσεων για εγγυήσεις ασφαλείας, για τη συμβολική αλλά συνάμα πολύτιμη προσφορά μας.
Και αυτό σε αντίθεση με τη τουρκική συνεισφορά που απέβλεπε στην απόκτηση των ίδιων με την Ελλάδα εγγυήσεων ασφαλείας και συνοδεύτηκε με μια επίμονη προσπάθεια ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία.
Παρά όμως τη διάθεση μιας τουρκικής ταξιαρχίας, που υπέστη σημαντικές απώλειες καθώς βρέθηκε αντιμέτωπη με τις προελαύνουσες κινεζικές δυνάμεις και παρά τις συχνές αιτήσεις ένταξης και πολύπλευρες αιτήσεις, δεν πέτυχε τους πολυπόθητους στόχους.
Δύο λοιπόν χώρες, που πρόθυμα υπάκουσαν στα αμερικανικά κελεύσματα συνδρομής δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τις επιδιωκόμενες εγγυήσεις ασφαλείας παρά τους επαίνους που έλαβαν για την προσφορά τους.
Και αν, η σταδιακή προσέγγιση-σύνδεση τους με την Ατλαντική Συμμαχία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1950, πήρε την οριστική έγκριση ακριβώς μετά από ένα χρόνο και πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1952, αυτό ήταν αποτέλεσμα των γεωπολιτικών σχεδιασμών της Ουάσιγκτον.
Μπορεί ο Acheson, εκ των υστέρων, να ισχυρίστηκε ότι Ελλάδα και Τουρκία με τις δυνάμεις τους στην Κορέα «ανέβασαν τις μετοχές τους» για την είσοδο στην Ατλαντική Συμμαχία αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται από κανένα από τα επίσημα έγγραφα που πλέον διατίθενται ελεύθερα από το State Department.
Η συμμετοχή στο φονικό πόλεμο της Κορέας αποτελεί, ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση των περιορισμένων στόχων που μπορεί τελικά να εξυπηρετήσει η στρατιωτική συνδρομή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις.
Ανάλογη αποτυχία -με αυτή της Ελλάδος και Τουρκίας- θα αντιμετωπίσουν και άλλα μικρότερα κράτη (ΠΓΔΜ, Γεωργία), που ακόμη και σήμερα συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ εξακολουθούν όχι μόνο να βλέπουν την πόρτα του Οργανισμού κλειστή στις επιδιώξεις τους αλλά και να μη λαμβάνουν τις επιδιωκόμενες εγγυήσεις ασφαλείας.
Η συμμετοχή στα Βαλκάνια και το Αφγανιστάν
Η ελληνική στρατιωτική παρουσία συνοδεύθηκε από μια οικονομική και επιχειρηματική έξαρση της παρουσίας μας στις χώρες των Βαλκανίων η οποία μάλλον υποκινήθηκε περισσότερο από μια εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων που ευημερούσαν την περίοδο εκείνη.
Ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζουμε αν επιδιώχθηκαν τότε συγκεκριμένα ανταλλάγματα μια αυξημένης πολιτικής επιρροής στο χώρο των Βαλκανίων έναντι της στρατιωτικής μας συμμετοχής. Οι συνεχόμενες όμως σήμερα τριβές με Αλβανία και Σκόπια αποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε.
• Ενδεχομένως να υπήρχαν τότε οι δυνατότητες θετικής για τα μακροχρόνια συμφέροντα μας, δρομολόγησης ορισμένων θεμάτων.
• Ενδεχομένως όμως τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα να απαγόρευαν την ικανοποίηση ανάλογων αιτημάτων. Τα ερωτήματα αυτά ελπίζουμε να επιλυθούν με την πάροδο του χρόνου και την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία των μεγάλων δυνάμεων.
Τα κίνητρα των συγχρόνων ελληνικών συμμετοχών θα μπορούσε να συνοψιστούν όπως παρακάτω:
• Σταθεροποίηση περιοχών ενδιαφέροντος.
• Ενδιαφέρον για Ομοεθνείς.
• Αύξηση Επιρροής.
• Ανάδειξη σε ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια.
• Συνεπακόλουθα οικονομικά οφέλη.
• Παρεμπόδιση ανταγωνιστικών δυνάμεων.
• Εκπλήρωση υποχρεώσεων Οργανισμών.
• Λοιπά Ανταλλάγματα (UNFICYP).
Συμπερασματικά, οι χώρες οδηγούνται να συμμετάσχουν στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις για ένα πλήθος λόγων που κυμαίνονται σε όλο το φάσμα των εθνικών επιδιώξεων.
Η ευνοϊκή κατάληξη αυτών των προσπαθειών αποτελεί το επιστέγασμα συνεπούς πολιτικής, ετοιμότητας εκμετάλλευσης των ευκαιριών και ορθής- έγκαιρης διάθεσης απαραίτητης συνδρομής.
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες και οι ευρύτερες στοχεύσεις των μεγάλων δυνάμεων είναι αυτές όμως που τελικά θα καθορίσουν το μέγεθος των επιδιώξεων που μπορεί να ικανοποιηθούν.
Ως εκ τούτου οι επιδιώξεις μας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εξωγενείς αυτούς παράγοντες, να είναι ρεαλιστικές και κυρίως η διατιθέμενη συνδρομή μας να είναι περισσότερο ελκυστική από αυτή των εν δυνάμει αντιπάλων μας στα μέτρα φυσικά που επιτρέπουν οι δυνατότητες μας.
*Πέμπτο Συνέδριο Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής
Η Γεωπολιτική στο τρίγωνο Ανατολική Μεσόγειος-Δυτικά Βαλκάνια-Εύξεινος Πόντος και ΕυρασίαPanel: Ειρηνευτικές Αποστολές και μελέτες περιπτώσεων αστάθειας
Συντονιστής: Β. Μαρτζούκος
Ομιλητές:
• Ντανιέλλα Μαρούδα
• Κωνσταντίνος Γκίνης
• Πολυχρόνης Ναλμπάντης
«ΝΑΤΟ και Ρωσία: Συνεργάτες σε Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις στα Βαλκάνια»
• Ιπποκράτης Δασκαλάκης
«Προσδοκώντας Οφέλη από τη Συμμετοχή σε Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις»
No comments
Post a Comment