Νίκος Μπελογιάννης: Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο εκτελείται στο Γουδί στις 30 Μαρτίου 1952
Στις 30 Μαρτίου 1952, στις 4.12 π.μ ο Νίκος Μπελογιάννης, με τρεις συντρόφους του, τους Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση, στήνονται απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, στο Γουδί και εκτελούνται δια τυφεκισμού.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από παιδική ηλικία γαλουχήθηκε με τα ιδανικά του κομμουνισμού και από νωρίς, στα φοιτητικά του κιόλας χρόνια, στη Νομική Αθηνών, στοχοποιείται λόγω της πολιτικής του δράσης.
Από το 1934 ο Μπελογιάννης είναι μέλος του ΚΚΕ. Η δυναμική του παρουσία στην πολιτική ζωή της Αμαλιάδας, ως γραμματέας της τοπικής οργάνωσης, δημιουργεί ρίξεις με την καθεστωτική τάξη και σύντομα συλλαμβάνεται και εξορίζεται.
Το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936, του Ιωάννη Μεταξά, σηματοδοτεί και την έναρξη ενός ανηλεούς αντικομουνιστικού μένους. Οι φυλακίσεις, οι εξορίες και τα βασανιστήρια σημάδεψαν τη ζωή του Νίκου Μπελογιάννη.
Την στιγμή που οι ναζί εισβάλουν στην Ελλάδα, ο Μπελογιάννης βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές Ακροναυπλίου. Ζητά την ελευθερία του για συμμετάσχει στον πόλεμο αλλά η κυβέρνηση αρνείται. Καταφέρνει να αποδράσει και εντάσσεται στον ΕΛΑΣ ως καπετάνιος μεραρχίας στην Πελοπόννησο.
Με την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζί και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου ο Μπελογιάννης αναλαμβάνει ρόλο Πολιτικού Επιτρόπου της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Από αυτή τη θέση θα παλέψει για τα ιδανικά του μέχρι και την τελευταία στιγμή της εμφύλιας σύρραξης. Το 1949, μετά την ήττα, εγκαταλείπει τη χώρα, βρίσκοντας προσωρινό καταφύγιο στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Ένα χρόνο αργότερα τον Ιούνιο του 1950, ως μέλος πλέον της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, επιστρέφει στην Ελλάδα, με εντολή να ανασυγκροτήσει και να οργανώσει τους μηχανισμούς του ΚΚΕ στην Αθήνα, το οποίο βάση νόμου θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Το Δεκέμβρη του 1950 συλλαμβάνεται, μαζί με 93 συντρόφους του, και μετά από εννιά μήνες βασανιστηρίων, τον Οκτώβρη του 1951, οδηγείται ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου, το οποίο αποτελούσαν οι Ανδρέας Σταυρόπουλος (πρόεδρος), Γ. Παπαδόπουλος (μετέπειτα δικτάτορας), Ν. Κομιάνος, Γ. Κοράκης, και Θ. Κυριακόπουλος. Ο Μπελογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο και η εύθραυστη μετεμφυλιακή ισορροπία της ελληνικής κοινωνίας κινδυνεύει.
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω», θα δηλώσει ο Μπελογιάννης κλείνοντας την απολογία του.
Η διεθνής κατακραυγή αναγκάζει τον τότε πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα, να ανακοινώσει την άρση της απόφασης. Ωστόσο αποφασίζεται ότι ο Μπελογιάννης και μερικοί ακόμη σύντροφοί του, θα δικαστούν και πάλι με την κατηγορία της κατασκοπείας, η οποία θα ενισχυθεί όταν οι αρχές θα ανακοινώσουν στις 14 Νοεμβρίου 1951, ότι βρήκαν παράνομους ασύρματους σε χώρους κομμουνιστών σε Καλλιθέα και Γλυφάδα.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1952, ξεκινάει το δεύτερο μέρος της πολύκροτης δίκης, η οποία έσπασε τα σύνορα της Ελλάδας και κέντρισε το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο Μπελογιάννης ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών, αντικρούει όλες τις κατηγορίες περί κατασκοπείας και δηλώνει: «Εμείς αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από εκείνους που μας κατηγορούν. Το αποδείξαμε τότε που η λευτεριά, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Παλεύουμε για να ξημερώσουν και για την πατρίδα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Κι αν χρειαστεί θυσιάζουμε γι’ αυτό και τη ζωή μας».
Την 1η Μαρτίου, ο Νίκος Μπελογιάννης, κρατώντας ένα γαρύφαλλο όπως κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της δίκης, ακούει τον πρόεδρο του στρατοδικείου να ανακοινώνει ότι μαζί με επτά συντρόφους του (Δημήτρης Μπάτσης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Τάκης Λαζαρίδης, Χαρίλαος Τουλιάτος, Μιλτιάδης Μπισμπιάνος και Έλλη Ιωαννίδου) καταδικάζεται σε θάνατο.
Λίγες ημέρες αργότερα, έρχεται στο φως της δημοσιότητας ένα γράμμα από το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκο Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την οργάνωση του ΚΚΕ στην Ελλάδα και υπόσχεται να παραδοθεί στις αρχές με αντάλλαγμα να μην εκτελεστεί ο Νίκος Μπελογιάννης. Η γνησιότητα του γράμματος του Πλουμπίδη αμφισβητείται από το ΚΚΕ, όχι όμως και από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο ωστόσο αρνείται να διαπραγματευτεί με τον καταζητούμενο Νίκο Πλουμπίδη.
Όλες οι προσπάθειες και οι διεθνείς πιέσεις για απόδοση χάριτος στον Μπελογιάννη απέβησαν άκαρπες. Έτσι στις 30 Μαρτίου ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε και στις 4:12 π.μ., ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται μαζί με τους συντρόφους του στο Γουδί.
Στις 30 Μαρτίου 1952, στις 4.12 π.μ ο Νίκος Μπελογιάννης, με τρεις συντρόφους του, τους Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση, στήνονται απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, στο Γουδί και εκτελούνται δια τυφεκισμού.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από παιδική ηλικία γαλουχήθηκε με τα ιδανικά του κομμουνισμού και από νωρίς, στα φοιτητικά του κιόλας χρόνια, στη Νομική Αθηνών, στοχοποιείται λόγω της πολιτικής του δράσης.
Από το 1934 ο Μπελογιάννης είναι μέλος του ΚΚΕ. Η δυναμική του παρουσία στην πολιτική ζωή της Αμαλιάδας, ως γραμματέας της τοπικής οργάνωσης, δημιουργεί ρίξεις με την καθεστωτική τάξη και σύντομα συλλαμβάνεται και εξορίζεται.
Το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936, του Ιωάννη Μεταξά, σηματοδοτεί και την έναρξη ενός ανηλεούς αντικομουνιστικού μένους. Οι φυλακίσεις, οι εξορίες και τα βασανιστήρια σημάδεψαν τη ζωή του Νίκου Μπελογιάννη.
Την στιγμή που οι ναζί εισβάλουν στην Ελλάδα, ο Μπελογιάννης βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές Ακροναυπλίου. Ζητά την ελευθερία του για συμμετάσχει στον πόλεμο αλλά η κυβέρνηση αρνείται. Καταφέρνει να αποδράσει και εντάσσεται στον ΕΛΑΣ ως καπετάνιος μεραρχίας στην Πελοπόννησο.
Με την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζί και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου ο Μπελογιάννης αναλαμβάνει ρόλο Πολιτικού Επιτρόπου της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Από αυτή τη θέση θα παλέψει για τα ιδανικά του μέχρι και την τελευταία στιγμή της εμφύλιας σύρραξης. Το 1949, μετά την ήττα, εγκαταλείπει τη χώρα, βρίσκοντας προσωρινό καταφύγιο στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Ένα χρόνο αργότερα τον Ιούνιο του 1950, ως μέλος πλέον της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, επιστρέφει στην Ελλάδα, με εντολή να ανασυγκροτήσει και να οργανώσει τους μηχανισμούς του ΚΚΕ στην Αθήνα, το οποίο βάση νόμου θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Το Δεκέμβρη του 1950 συλλαμβάνεται, μαζί με 93 συντρόφους του, και μετά από εννιά μήνες βασανιστηρίων, τον Οκτώβρη του 1951, οδηγείται ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου, το οποίο αποτελούσαν οι Ανδρέας Σταυρόπουλος (πρόεδρος), Γ. Παπαδόπουλος (μετέπειτα δικτάτορας), Ν. Κομιάνος, Γ. Κοράκης, και Θ. Κυριακόπουλος. Ο Μπελογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο και η εύθραυστη μετεμφυλιακή ισορροπία της ελληνικής κοινωνίας κινδυνεύει.
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω», θα δηλώσει ο Μπελογιάννης κλείνοντας την απολογία του.
Η διεθνής κατακραυγή αναγκάζει τον τότε πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα, να ανακοινώσει την άρση της απόφασης. Ωστόσο αποφασίζεται ότι ο Μπελογιάννης και μερικοί ακόμη σύντροφοί του, θα δικαστούν και πάλι με την κατηγορία της κατασκοπείας, η οποία θα ενισχυθεί όταν οι αρχές θα ανακοινώσουν στις 14 Νοεμβρίου 1951, ότι βρήκαν παράνομους ασύρματους σε χώρους κομμουνιστών σε Καλλιθέα και Γλυφάδα.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1952, ξεκινάει το δεύτερο μέρος της πολύκροτης δίκης, η οποία έσπασε τα σύνορα της Ελλάδας και κέντρισε το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο Μπελογιάννης ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών, αντικρούει όλες τις κατηγορίες περί κατασκοπείας και δηλώνει: «Εμείς αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από εκείνους που μας κατηγορούν. Το αποδείξαμε τότε που η λευτεριά, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Παλεύουμε για να ξημερώσουν και για την πατρίδα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Κι αν χρειαστεί θυσιάζουμε γι’ αυτό και τη ζωή μας».
Την 1η Μαρτίου, ο Νίκος Μπελογιάννης, κρατώντας ένα γαρύφαλλο όπως κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της δίκης, ακούει τον πρόεδρο του στρατοδικείου να ανακοινώνει ότι μαζί με επτά συντρόφους του (Δημήτρης Μπάτσης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Τάκης Λαζαρίδης, Χαρίλαος Τουλιάτος, Μιλτιάδης Μπισμπιάνος και Έλλη Ιωαννίδου) καταδικάζεται σε θάνατο.
Λίγες ημέρες αργότερα, έρχεται στο φως της δημοσιότητας ένα γράμμα από το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκο Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την οργάνωση του ΚΚΕ στην Ελλάδα και υπόσχεται να παραδοθεί στις αρχές με αντάλλαγμα να μην εκτελεστεί ο Νίκος Μπελογιάννης. Η γνησιότητα του γράμματος του Πλουμπίδη αμφισβητείται από το ΚΚΕ, όχι όμως και από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο ωστόσο αρνείται να διαπραγματευτεί με τον καταζητούμενο Νίκο Πλουμπίδη.
Όλες οι προσπάθειες και οι διεθνείς πιέσεις για απόδοση χάριτος στον Μπελογιάννη απέβησαν άκαρπες. Έτσι στις 30 Μαρτίου ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε και στις 4:12 π.μ., ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται μαζί με τους συντρόφους του στο Γουδί.
No comments
Post a Comment