Η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση

Η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση -  Έχει απολέσει την ελκυστικότητά της ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής





Της Αντωνίας Δήμου*

Η Τουρκία έχει απολέσει την ελκυστικότητά της ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αφενός λόγω της αυξανόμενης απολυταρχικής πολιτικής της ηγεσίας του προέδρου Ερντογάν και αφετέρου λόγω των αποτυχημένων προτεραιοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Το περίφημο δόγμα "των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες" που αναδείχθηκε την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης έχει αντικατασταθεί από την ίδια την πραγματικότητα η οποία συμπυκνώνεται στο "τίποτα, άλλο παρά προβλήματα με έκαστο γείτονα". Βασικές πτυχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ), το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες της περιοχής ΜΕΝΑ εμφανίζουν αυξανόμενες προκλήσεις.

Παρότι οι σχέσεις Τουρκίας-ΝΑΤΟ εξακολουθούν να αποτιμώνται θετικά τόσο από την κοινή γνώμη όσο και την τουρκική κυβέρνηση, όπως άλλωστε καταγράφεται σε πρόσφατη δημοσκόπηση του αμερικανικού κέντρου έρευνας Pew με έδρα την Ουάσιγκτον, η Τουρκία εξακολουθεί να συντηρεί σχέσεις τριβής με συμμάχους στο ΝΑΤΟ και την ίδια στιγμή να έρχεται πιο κοντά στη Ρωσία.

Η απόφαση της Τουρκίας να προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας S-400 έχει εγείρει ανησυχίες στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ σχετικά με τις επιπτώσεις που ανακύπτουν στη διαλειτουργικότητα με την Συμμαχία, δεδομένου ότι το σύστημα S-400 δεν είναι συμβατό με τις νατοϊκές και αμερικανικές υποδομές που βρίσκονται επί τουρκικού εδάφους και ως εκ τούτου θα πρέπει να λειτουργήσει σε  αυτόνομη βάση.

Ακόμη πιο κρίσιμο είναι το γεγονός ότι, οι ΗΠΑ και τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ που έχουν αγοράσει τα αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη F-35 Joint Strike Fighters εκφράζουν ανησυχίες ως προς την ασφάλεια της μεταφοράς στην τουρκική πολεμική αεροπορία δεδομένων που αφορούν την τεχνολογία πέμπτης γενιάς εξ’ αιτίας των ενισχυμένων δεσμών της Άγκυρας με τη Μόσχα.

Το «απαγορευτικό» σενάριο για τις Ηνωμένες Πολιτείες προβλέπει την ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας σχετικά με τον τρόπο που το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 λειτουργεί έναντι των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35, μια κίνηση που θα βοηθήσει τη Μόσχα να αναπτύξει την έρευνα για την αντιμετώπιση μαχητικών stealth.



Προκειμένου να αποφευχθεί το «απαγορευτικό» σενάριο, στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ στην Άγκυρα φαίνεται να έγινε σαφής αναφορά στην πιθανότητα η Τουρκία να υποστεί αμερικανικές κυρώσεις καθώς ο νομοθετική Πράξη Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA) που υπογράφηκε την 30η Ιανουαρίου 2018 προβλέπει την παύση όλων των αμερικανικών πωλήσεων όπλων και την επιβολή κυρώσεων σε οποιαδήποτε χώρα συνεργάζεται με απαγορευμένες ρωσικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής κρατικής αεροπορικής εταιρείας MKB "Fakel" που παράγει τους S-400.

Το ζήτημα της αγοράς του συστήματος S-400 θεωρείται η κορυφή του παγόβουνου στις αμερικανό-τουρκικές σχέσεις. Οι διμερείς σχέσεις έχουν επιδεινωθεί ως επακόλουθο των αμερικανικών σχέσεων με τις Συριακές Κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG), τον Fethullah Gulen και τον Reza Zarrab.

Δημοσκόπηση του αμερικανικού κέντρου έρευνας Pew αποτυπώνει την οργή της τουρκικής κοινής γνώμης προς τις ΗΠΑ σε ποσοστό που φθάνει το 70%, οι οποίες θεωρούνται ως η μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία.

Στο εν λόγω πλαίσιο, τα βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν είναι τα ακόλουθα: Με ποιο τρόπο πρόκειται να διαχειριστεί η Τουρκία τα διαφορετικά της συμφέροντα στη Συρία; Η Τουρκία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως μια Μεσανατολική και λιγότερο ως δυτική δύναμη;

Στο μέτωπο της Συρίας, η Τουρκία απομακρύνεται σταθερά από την αρχική θέση του 2011 οπότε και ξέσπασε η διένεξη η οποία συνίστατο στην καταδίκη του καθεστώτος Assad για δύο λόγους:

Πρώτον, την απόφαση να σταθεροποιηθεί η Συρία, ακόμη και αν αυτό μεταφράζεται σε αποδοχή του Assad ως ηγέτη, και δεύτερον, την προτεραιοποίηση της κουρδικής απειλής. Ως γνωστόν, τα συμφέροντα της Τουρκίας έγκεινται στην αποτροπή δημιουργίας αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη Βόρεια Συρία, όπως αποδεικνύει η τουρκική εισβολή στην Αφρίν, και όχι στην καταπολέμηση των  θυγατρικών οργανώσεων της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) στη Συρία με δεδομένο ότι εν λόγω πολεμική τακτική δεν ακυρώνει τους κουρδικούς στόχους.

Η αμερικανική υποστήριξη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), που σημειωτέον αποτελούνται από εθνοτικές πολιτοφυλακές συμπεριλαμβανομένου του YPG, των οποίων ο αγώνας κατά του Ισλαμικού Κράτους οδήγησε στην κατάληψη εδαφών που προηγουμένως ελέγχονταν από την τρομοκρατική οργάνωση, αποτέλεσε βασική αιτία τριβής στις αμερικανό-τουρκικές σχέσεις.

Η όξυνση στις διμερείς σχέσεις ενισχύθηκε έτι περαιτέρω λόγω της υποτιθέμενης αμερικανικής απόφασης για υποβοήθηση των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) να σχηματίσουν μια συνοριακή δύναμη ασφαλείας της τάξης των 30.000 μαχητών, στα κοινά  σύνορα με την Τουρκία και το Ιράκ.

Η τουρκική εισβολή στην Αφρίν θεωρείται ως βήμα για την κατάτμηση της Συρίας καθώς στην περίπτωση που οι οι Αφρίν και Μάνμπιζ «πέσουν», η Άγκυρα αναμένεται να ελέγξει μια περιοχή 200 χιλιομέτρων στη βόρεια Συρία. Σε διαφορετικό επίπεδο, η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών εστιάζει στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους και τη διατήρηση μιας ενωμένης και σταθερής Συρίας,  καθώς και στην υποστήριξη πολιτικής μετάβασης ως προϋπόθεση για τη στήριξη της ανασυγκρότησης της αραβικής χώρας.


Στο εν λόγω διπλωματικό και γεωπολιτικό σκηνικό, η Τουρκία φαίνεται να συμπεριφέρεται περισσότερο ως μεσανατολική παρά ως δυτική δύναμη. Η Άγκυρα έχει επικεντρωθεί στον ισλαμικό κόσμο και τη μουσουλμανική παράδοσή κατά τον σχεδιασμό και εκτέλεση της εξωτερικής πολιτικής της, παρότι εξακολουθεί να κεφαλαιοποιεί δυτικούς θεσμούς και οργανισμούς.

Η συνεργασία με το ΝΑΤΟ, οι προσπάθειες ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η τελωνειακή ένωση με την ΕΕ έχουν μειωμένη σημασία, καθώς ο νεο-οθωμανισμός ως πολιτική ιδεολογία της τουρκικής ηγεσίας που προωθεί την μεγαλύτερη ανάμιξη σε περιοχές που βρίσκονταν προηγουμένως υπό Οθωμανική κυριότητα, αποτελεί καταφανώς το νέο ιδεολογικό πλαίσιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Προς κεφαλαιοποίηση της οθωμανικής εμπειρίας, η Τουρκία ενεπλάκη έντονα σε περιφερειακές συγκρούσεις όπως αυτή στη Συρία, με στόχο να αναδειχθεί σε προστάτιδα δύναμη. Η τουρκική προσπάθεια συντελείται με την ενίσχυση του ισλαμικού προσανατολισμού της και των δεσμών με θρησκευτικές συντηρητικές περιφέρειες καθώς και με την υποτιθέμενη ευρεία δημοτικότητα στην αραβική κρίσιμη μάζα.

Το βασικό στοιχείο, ωστόσο, που εκφεύγει των υπολογισμών της Τουρκίας έγκειται στο γεγονός ότι η ελκυστικότητα της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή προέρχεται από τη θέση που κατέχει σε δυτικούς οργανισμούς. Η απομάκρυνση της από τη Δύση αφενός αφαιρεί από την Άγκυρα την ελκυστικότητά της στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, και αφετέρου εξαντλεί τις όποιες προοπτικές για περιφερειακή συνεργασία και σταθερότητα.

*Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Άμυνας και Ασφάλειας με έδρα την Αθήνα καθώς και Εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.

**Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση του αγγλόφωνου κειμένου που αρχικά δημοσιεύθηκε στο moderndiplomacy.eu



No comments

Post a Comment

© all rights reserved
made with by templateszoo