Τα μεταπυρηνικά υπερόπλα, η Τουρκία, η Ελλάδα και οι νέες μορφές πολέμου. Τι μπορεί να επηρεάσει την αλλαγή τακτικής της Άγκυρας εναντίον της Αθήνας
Του Δρ Κωνσταντίνου Γρίβα
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα», τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει ένας έντονος ανταγωνισμός της μεγάλης ναυτικής δύναμης του πλανήτη, των Ηνωμένων Πολιτειών, και των συμμάχων της (Αυστραλία, Ιαπωνία, Μεγάλη Βρετανία κ.α.) με τις μεγάλες χερσαίες ευρασιατικές δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία, Ιράν) για τον έλεγχο των εγγύς ευρασιατικών υδάτων, ο οποίος θέτει εκ νέου στο προσκήνιο της ιστορικής διαδικασίας τις πολεμικές αναμετρήσεις υψηλής έντασης (HIC) μεταξύ ομόλογων ή περίπου ομόλογων αντιπάλων (peer & near peer opponents, αντιστοίχως).
Αυτή η εξέλιξη θέτει εκτός ιστορικού προσκηνίου την εμμονική προσήλωση της Δύσης από το 2001 και μετά, σε παρατεταμένες συρράξεις χαμηλής έντασης (LIC) εναντίον ασύμμετρων αντιπάλων, σε αντιαντάρτικες επιχειρήσεις (COIN), σε επιχειρήσεις επιβολής και διατήρησης της ειρήνης και «οικοδόμησης εθνών» (Peace Keeping, Peace Enforcement & Nation Making, αντιστοίχως) και σε όλα τα υπόλοιπα είδη στρατιωτικών δράσεων που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των «στρατιωτικών επιχειρήσεων εκτός του πολέμου» (MOOTW).
Ωστόσο, οι μελλοντικές υποψήφιες συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων ευρασιατικών – χερσαίων και των υπερατλαντικών – ναυτικών δυνάμεων ενδέχεται να έχουν σημαντικές ιδιαιτερότητες που θα τις διαφοροποιούν από τις συγκρούσεις υψηλής έντασης του παρελθόντος.
Μεταξύ των άλλων, οι συγκρούσεις μεταξύ ομόλογων αντιπάλων του μέλλοντος πιθανολογείται ότι θα είναι μάλλον περιορισμένων στοχοθετήσεων και όχι ολοκληρωτικού χαρακτήρα και θα αποσκοπούν να ολοκληρώνονται σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν αναμένεται, δηλαδή, να δούμε τη δημιουργία πολεμικών μηχανών σαν αυτές που υπήρχαν στη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ στα χρόνια του διπολικού ανταγωνισμού, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί με τη λογική να χρησιμοποιηθούν μέσα σε μια τιτανίων διαστάσεων πολεμική αναμέτρηση και επεδίωκαν να επιφέρουν ένα ξεκάθαρο συντριπτικό αποτέλεσμα έναντι του αντιπάλου.
Οι αιτίες για αυτήν τη μετριοπάθεια και για την εμμονή στην ταχύτητα είναι αρκετές.
Η πρώτη εξ αυτών είναι η ανάγκη των δυνάμεων ενός μελλοντικού πολυπολικού (multipolar) διεθνούς συστήματος να διεξάγουν πολεμικές αναμετρήσεις «κάτω από το πυρηνικό κατώφλι» (‘under the nuclear threshold’).
Δηλαδή, να μπορούν να ολοκληρώσουν μια πολεμική αναμέτρηση και να επιτύχουν τους στόχους τους, πριν προλάβει να τεθεί στο τραπέζι η πιθανότητα χρησιμοποίησης του πυρηνικού οπλοστασίου των αντιπάλων, ή συμμάχων των αντιπάλων, και να απειληθεί ολίσθηση σε πυρηνική αντιπαράθεση.
Για να αποφευχθεί αυτή η πιθανότητα επιδιώκεται αφενός να ολοκληρωθεί η πολεμική αντιπαράθεση πάρα πολύ γρήγορα, αφετέρου να είναι περιορισμένα τα επιδιωκόμενα κέρδη, χωρίς να θίγουν τον ζωτικό πυρήνα του αντιπάλου, γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να οδηγηθεί στην χρήση του πυρηνικού του οπλοστασίου, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας της πολεμικής σύγκρουσης.
Επιπροσθέτως, στο σημερινό διαμορφούμενο πολυπολικό σύστημα δύσκολα προκύπτουν ξεκάθαρες σχέσεις ολοκληρωτικής και απόλυτης εχθρότητας μεταξύ των δρώντων. Ο φίλος του σήμερα μπορεί να είναι ο εχθρός του αύριο και το αντίστροφο.
Ακόμη, σε ένα πολυπολικό σύστημα η ολοκληρωτική καταστροφή ενός αντιπάλου σπανίως είναι επιθυμητή, γιατί σε αυτήν την περίπτωση δημιουργείται κενό που θα καλύψουν άλλες δυνάμεις, οι οποίες θα ισχυροποιηθούν πιθανώς εις βάρος του νικητή της σύγκρουσης, πολλώ δε μάλλον αν για την ολοκληρωτική συντριβή του αντιπάλου υπέστη και αυτός μεγάλες απώλειες και καταστροφές που υπονόμευσαν την ισχύ του.
Ένας ολοκληρωτικός πόλεμος μεταξύ Ινδίας και Κίνας, για παράδειγμα, θα αποδυνάμωνε δραστικά και τις δύο χώρες, ανεξαρτήτως του ποιος θα ήταν ο νικητής.
Επίσης, στα πολυπολικά συστήματα συνυπάρχουν αντιπαλότητες με συνεργατικές σχέσεις.
Χαρακτηριστική είναι η σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα, η οποία έχει κρίσιμα στοιχεία συνεργατικής συνύπαρξης εν παραλλήλω και συμβιωτικά με τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κρατών.
Έτσι, λοιπόν, αν οι δύο χώρες ολισθήσουν σε μια πολεμική αναμέτρηση, από πλευράς της Κίνας μάλλον θα επιδιωχθεί ένα συγκεκριμένο είδος νικηφόρου αποτελέσματος με το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν να ζήσουν, δηλαδή θα μπορούν να το ανεχθούν, χωρίς να κρίνουν ότι είναι αναγκασμένες να οδηγηθούν σε κάποιον παρατεταμένο και ολοκληρωτικό πόλεμο με τη μεγάλη ασιατική δύναμη.
Τέλος, στο σημερινό σύστημα δεν φαίνεται καμία από τις μεγάλες χώρες να είναι σε θέση να μπορεί να ασκήσει συντριπτικό πλήγμα στους αντιπάλους της, εκτός φυσικά και αν καταφύγει σε μεγάλης κλίμακας πυρηνικό πόλεμο.
Ούτε η Κίνα μπορεί, για παράδειγμα, να καταλάβει την Ινδία (και μάλλον δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο), ούτε η Ινδία το Πακιστάν ή η Ρωσία τη Δυτική Ευρώπη, όπως (υποτίθεται ότι) συνέβαινε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Η σημερινή Ρωσία, με τα περιορισμένα πληθυσμιακά μεγέθη της, ακόμη και αν δεν υπήρχε η πυρηνική αποτροπή από την πλευρά της Δύσης, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρήσει ως ρεαλιστικό στόχο την κατάληψη της Δυτικής Ευρώπης εν συνόλω, ή ακόμη και μιας μεγάλης δυτικής χώρας, όπως είναι η Γερμανία ή η Πολωνία.
Οι όποιες φιλοδοξίες της μάλλον θα περιορίζονταν στο να θέσει υπό τη σφαίρα επιρροής της μικροσκοπικές χώρες που βρίσκονται στο ρωσικό εγγύς εξωτερικό, όπως είναι οι Βαλτικές Δημοκρατίες. Ούτε φυσικά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αποδείχθηκε από το φιάσκο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, είναι σε θέση να καταλάβουν και να ελέγξουν ακόμη και χώρες μεσαίου μεγέθους.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μια μελλοντική πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων του μέλλοντος θα είναι περιορισμένης έντασης.
Αντιθέτως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αναμένεται να είναι εξαιρετικά βίαιη, ώστε να είναι σύντομης διάρκειας και να επιφέρει ξεκάθαρα αποτελέσματα.
Ένα συντριπτικό πλήγμα στον αντίπαλο επιδιώκει να τον παραλύσει, οδηγώντας σε ένα γρήγορο τέλος την πολεμική αναμέτρηση. Επιπροσθέτως, για απομακρυσμένες μεταξύ τους δυνάμεις – όπως είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα – η άσκηση τοπικού συντριπτικού πλήγματος από πλευράς της Κίνας εναντίον των αμερικανικών αεροναυτικών δυνάμεων που θα βρίσκονται πέριξ των Σινικών Θαλασσών, ενδέχεται να είναι βασική στοχοθέτηση ώστε να υπάρξει μια ξεκάθαρη παύση των επιχειρήσεων, μιας και οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να φέρουν δυνάμεις από το μητροπολιτικό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών ή άλλες περιοχές του πλανήτη, εκτός φυσικά και αν καταφύγουν σε πυρηνικά πλήγματα.
Ενδέχεται μάλιστα διάφορες «τοπικές υπερδυνάμεις» (local super powers), με προεξάρχουσα και πάλι την Κίνα, να αναπτύξουν στο κοντινό μέλλον οπλικά συστήματα και ικανότητες που θα επιδιώκουν να απομονώνουν ένα θέατρο επιχειρήσεων ώστε να μην μπορεί να προσέλθει βοήθεια για τα εμπλεκόμενα στρατεύματα της αντίπαλης δύναμης.
Αναμένεται, δηλαδή, να προκύψει ένα είδος «στεγανοποίησης» του πολέμου, έτσι ώστε πολεμικές αναμετρήσεις μικρής διάρκειας και υψηλής έντασης να μπορούν να «εγκιβωτίζονται» σε ένα περιορισμένο πλαίσιο και να αποτρέπουν τις μεγάλες δυνάμεις να εμπλέκουν όλη την ισχύ τους σε έναν «αδιαίρετο» (seamless) πόλεμο, ο οποίος θα μπορούσε να ξεκινήσει από μια τοπική σύγκρουση και να εξελιχθεί σε ολοκληρωτική αντιπαράθεση πλήρους κλίμακας.
Αυτή η στρατηγική αναμένεται να ασκηθεί κυρίως από την Κίνα έναντι των ΗΠΑ για δράσεις κοντά στα κινεζικά εδάφη και μακριά από τις μητροπολιτικές Ηνωμένες Πολιτείες (CONUS) αλλά και από μεσαίες ευρασιατικές δυνάμεις, όπως είναι το Ιράν.
Βέβαια, η επίτευξη του σωστού μείγματος δέους και «ηπιότητας» έναντι των ΗΠΑ ώστε να μην οδηγηθούν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί και πιθανώς να μην αποτελεί καν έναν θεωρητικά εφικτό στόχο.
Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι τόσο η Κίνα όσο και άλλες χώρες επιδιώκουν να αναπτύξουν ικανότητες επίτευξης συντριπτικού πλήγματος εναντίον του αντιπάλου σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο, ωστόσο, πολεμικών αναμετρήσεων περιορισμένων στοχοθετήσεων.
Για την ακρίβεια, η Ινδία έχει δημιουργήσει ήδη εξειδικευμένα στρατιωτικά Σώματα συνδυασμένων Όπλων (Combined Arms) για δράση εναντίον του Πακιστάν σε πολέμους «κάτω από το πυρηνικό κατώφλι».
Με βάση όλα τα παραπάνω, αναμένεται να εμφανιστούν στο διεθνές σύστημα πολεμικές μεθοδολογίες και οπλικά συστήματα που θα στοχεύουν στη διεξαγωγή «γρήγορων πολέμων» (swift wars), περιορισμένων στοχοθετήσεων αλλά υψηλής έντασης (HIC).
Για την ακρίβεια, επειδή παρόμοιες πολεμικές αναμετρήσεις, που σε μεγάλο βαθμό θα διεξαχθούν στην περιφέρεια της Ευρασίας και στα εγγύς ευρασιατικά ύδατα, θα επικεντρωθούν στη στόχευση κρίσιμης σημασίας δομών των αντιπάλων, όπως μπορεί να είναι οι ομάδες μάχης των αμερικανικών αεροπλανοφόρων, τότε ενδέχεται να μιλάμε για πολεμικές αναμετρήσεις υπερυψηλής έντασης EHIC (Extreme High Intensity Conflicts).
Για να επιτευχθούν αυτά τα ακαριαία παραλυτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο αναμένεται να χρησιμοποιηθούν οπλικά συστήματα στρατηγικών αποτελεσμάτων, που θα μπορούσαν να αναφερθούν ως «μεταπυρηνικά υπερόπλα» (‘post nuclear super weapons’).
Η ορολογία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τους κινεζικούς βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον πλοίων (anti ship ballistic missiles / ASBM) και ειδικότερα τον DF21D, ωστόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μια σειρά άλλων οπλικών συστημάτων.
Η τάση αυτή για γρήγορους πολέμους υπερυψηλής έντασης αναμένεται να αντανακλαστεί και στο ελληνοτουρκικό σύστημα εξαιτίας ορισμένων ιδιαιτεροτήτων του.
Συγκεκριμένα, αν και σε αυτό δεν υπάρχουν (επί του παρόντος) πυρηνικά όπλα, ώστε να απαιτείται η εφαρμογή ενός «γρήγορου πολέμου» που θα λειτουργεί κάτω από το πυρηνικό κατώφλι, εντούτοις η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, μιας και ένας παρατεταμένος πόλεμος μεταξύ τους θα απειλούσε να αδρανοποιήσει προσωρινά τη λειτουργία της ΝΑΤΟϊκής Συμμαχίας, ή έστω να την καταστήσει ιδιαίτερα δυσκίνητη, με αποτέλεσμα να προσφερθεί στη Ρωσία ένα δυνάμει πολύτιμο παράθυρο ευκαιρίας ώστε να επιτύχει με ασφάλεια τετελεσμένο σε περιοχές όπως αυτή των Δημοκρατιών της Βαλτικής.
Άρα, είναι δεδομένο ότι θα προέκυπταν εντονότατες πιέσεις από πλευράς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και προς τις δύο χώρες ώστε να σταματήσει άμεσα η αναμέτρηση.
Επομένως, μια σχεδιαζόμενη πολεμική δράση από πλευράς της Τουρκίας εναντίον της χώρας μας θα πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, εκτός και αν υπάρχει πρόβλεψη για αγνόηση των αμερικανικών πιέσεων.
Ωστόσο, ένας ακόμη λόγος για την Τουρκία να επενδύσει σε λογικές «ακαριαίου πολέμου» είναι η εύθραυστη εσωτερική συνοχή της και τα ανοιχτά μέτωπα που έχει προς άλλες κατευθύνσεις.
Εν κατακλείδι, οι διεθνείς αλλαγές στη μορφή του πολέμου ενδέχεται να έχουν την αντανάκλασή τους και στο ελληνοτουρκικό σύστημα και θα πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτό.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Του Δρ Κωνσταντίνου Γρίβα
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα», τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει ένας έντονος ανταγωνισμός της μεγάλης ναυτικής δύναμης του πλανήτη, των Ηνωμένων Πολιτειών, και των συμμάχων της (Αυστραλία, Ιαπωνία, Μεγάλη Βρετανία κ.α.) με τις μεγάλες χερσαίες ευρασιατικές δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία, Ιράν) για τον έλεγχο των εγγύς ευρασιατικών υδάτων, ο οποίος θέτει εκ νέου στο προσκήνιο της ιστορικής διαδικασίας τις πολεμικές αναμετρήσεις υψηλής έντασης (HIC) μεταξύ ομόλογων ή περίπου ομόλογων αντιπάλων (peer & near peer opponents, αντιστοίχως).
Αυτή η εξέλιξη θέτει εκτός ιστορικού προσκηνίου την εμμονική προσήλωση της Δύσης από το 2001 και μετά, σε παρατεταμένες συρράξεις χαμηλής έντασης (LIC) εναντίον ασύμμετρων αντιπάλων, σε αντιαντάρτικες επιχειρήσεις (COIN), σε επιχειρήσεις επιβολής και διατήρησης της ειρήνης και «οικοδόμησης εθνών» (Peace Keeping, Peace Enforcement & Nation Making, αντιστοίχως) και σε όλα τα υπόλοιπα είδη στρατιωτικών δράσεων που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των «στρατιωτικών επιχειρήσεων εκτός του πολέμου» (MOOTW).
Ωστόσο, οι μελλοντικές υποψήφιες συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων ευρασιατικών – χερσαίων και των υπερατλαντικών – ναυτικών δυνάμεων ενδέχεται να έχουν σημαντικές ιδιαιτερότητες που θα τις διαφοροποιούν από τις συγκρούσεις υψηλής έντασης του παρελθόντος.
Μεταξύ των άλλων, οι συγκρούσεις μεταξύ ομόλογων αντιπάλων του μέλλοντος πιθανολογείται ότι θα είναι μάλλον περιορισμένων στοχοθετήσεων και όχι ολοκληρωτικού χαρακτήρα και θα αποσκοπούν να ολοκληρώνονται σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν αναμένεται, δηλαδή, να δούμε τη δημιουργία πολεμικών μηχανών σαν αυτές που υπήρχαν στη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ στα χρόνια του διπολικού ανταγωνισμού, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί με τη λογική να χρησιμοποιηθούν μέσα σε μια τιτανίων διαστάσεων πολεμική αναμέτρηση και επεδίωκαν να επιφέρουν ένα ξεκάθαρο συντριπτικό αποτέλεσμα έναντι του αντιπάλου.
Οι αιτίες για αυτήν τη μετριοπάθεια και για την εμμονή στην ταχύτητα είναι αρκετές.
Κάτω από το πυρηνικό κατώφλι
Η πρώτη εξ αυτών είναι η ανάγκη των δυνάμεων ενός μελλοντικού πολυπολικού (multipolar) διεθνούς συστήματος να διεξάγουν πολεμικές αναμετρήσεις «κάτω από το πυρηνικό κατώφλι» (‘under the nuclear threshold’).
Δηλαδή, να μπορούν να ολοκληρώσουν μια πολεμική αναμέτρηση και να επιτύχουν τους στόχους τους, πριν προλάβει να τεθεί στο τραπέζι η πιθανότητα χρησιμοποίησης του πυρηνικού οπλοστασίου των αντιπάλων, ή συμμάχων των αντιπάλων, και να απειληθεί ολίσθηση σε πυρηνική αντιπαράθεση.
Για να αποφευχθεί αυτή η πιθανότητα επιδιώκεται αφενός να ολοκληρωθεί η πολεμική αντιπαράθεση πάρα πολύ γρήγορα, αφετέρου να είναι περιορισμένα τα επιδιωκόμενα κέρδη, χωρίς να θίγουν τον ζωτικό πυρήνα του αντιπάλου, γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να οδηγηθεί στην χρήση του πυρηνικού του οπλοστασίου, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας της πολεμικής σύγκρουσης.
Επιπροσθέτως, στο σημερινό διαμορφούμενο πολυπολικό σύστημα δύσκολα προκύπτουν ξεκάθαρες σχέσεις ολοκληρωτικής και απόλυτης εχθρότητας μεταξύ των δρώντων. Ο φίλος του σήμερα μπορεί να είναι ο εχθρός του αύριο και το αντίστροφο.
Ακόμη, σε ένα πολυπολικό σύστημα η ολοκληρωτική καταστροφή ενός αντιπάλου σπανίως είναι επιθυμητή, γιατί σε αυτήν την περίπτωση δημιουργείται κενό που θα καλύψουν άλλες δυνάμεις, οι οποίες θα ισχυροποιηθούν πιθανώς εις βάρος του νικητή της σύγκρουσης, πολλώ δε μάλλον αν για την ολοκληρωτική συντριβή του αντιπάλου υπέστη και αυτός μεγάλες απώλειες και καταστροφές που υπονόμευσαν την ισχύ του.
Ένας ολοκληρωτικός πόλεμος μεταξύ Ινδίας και Κίνας, για παράδειγμα, θα αποδυνάμωνε δραστικά και τις δύο χώρες, ανεξαρτήτως του ποιος θα ήταν ο νικητής.
Επίσης, στα πολυπολικά συστήματα συνυπάρχουν αντιπαλότητες με συνεργατικές σχέσεις.
Χαρακτηριστική είναι η σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα, η οποία έχει κρίσιμα στοιχεία συνεργατικής συνύπαρξης εν παραλλήλω και συμβιωτικά με τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κρατών.
Έτσι, λοιπόν, αν οι δύο χώρες ολισθήσουν σε μια πολεμική αναμέτρηση, από πλευράς της Κίνας μάλλον θα επιδιωχθεί ένα συγκεκριμένο είδος νικηφόρου αποτελέσματος με το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν να ζήσουν, δηλαδή θα μπορούν να το ανεχθούν, χωρίς να κρίνουν ότι είναι αναγκασμένες να οδηγηθούν σε κάποιον παρατεταμένο και ολοκληρωτικό πόλεμο με τη μεγάλη ασιατική δύναμη.
Τέλος, στο σημερινό σύστημα δεν φαίνεται καμία από τις μεγάλες χώρες να είναι σε θέση να μπορεί να ασκήσει συντριπτικό πλήγμα στους αντιπάλους της, εκτός φυσικά και αν καταφύγει σε μεγάλης κλίμακας πυρηνικό πόλεμο.
Ούτε η Κίνα μπορεί, για παράδειγμα, να καταλάβει την Ινδία (και μάλλον δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο), ούτε η Ινδία το Πακιστάν ή η Ρωσία τη Δυτική Ευρώπη, όπως (υποτίθεται ότι) συνέβαινε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Η σημερινή Ρωσία, με τα περιορισμένα πληθυσμιακά μεγέθη της, ακόμη και αν δεν υπήρχε η πυρηνική αποτροπή από την πλευρά της Δύσης, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρήσει ως ρεαλιστικό στόχο την κατάληψη της Δυτικής Ευρώπης εν συνόλω, ή ακόμη και μιας μεγάλης δυτικής χώρας, όπως είναι η Γερμανία ή η Πολωνία.
Οι όποιες φιλοδοξίες της μάλλον θα περιορίζονταν στο να θέσει υπό τη σφαίρα επιρροής της μικροσκοπικές χώρες που βρίσκονται στο ρωσικό εγγύς εξωτερικό, όπως είναι οι Βαλτικές Δημοκρατίες. Ούτε φυσικά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αποδείχθηκε από το φιάσκο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, είναι σε θέση να καταλάβουν και να ελέγξουν ακόμη και χώρες μεσαίου μεγέθους.
Ταχτύτατοι και μεγάλης βιαιότητας
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μια μελλοντική πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων του μέλλοντος θα είναι περιορισμένης έντασης.
Αντιθέτως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αναμένεται να είναι εξαιρετικά βίαιη, ώστε να είναι σύντομης διάρκειας και να επιφέρει ξεκάθαρα αποτελέσματα.
Ένα συντριπτικό πλήγμα στον αντίπαλο επιδιώκει να τον παραλύσει, οδηγώντας σε ένα γρήγορο τέλος την πολεμική αναμέτρηση. Επιπροσθέτως, για απομακρυσμένες μεταξύ τους δυνάμεις – όπως είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα – η άσκηση τοπικού συντριπτικού πλήγματος από πλευράς της Κίνας εναντίον των αμερικανικών αεροναυτικών δυνάμεων που θα βρίσκονται πέριξ των Σινικών Θαλασσών, ενδέχεται να είναι βασική στοχοθέτηση ώστε να υπάρξει μια ξεκάθαρη παύση των επιχειρήσεων, μιας και οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να φέρουν δυνάμεις από το μητροπολιτικό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών ή άλλες περιοχές του πλανήτη, εκτός φυσικά και αν καταφύγουν σε πυρηνικά πλήγματα.
Προς αποτροπή της ισχύος
Ενδέχεται μάλιστα διάφορες «τοπικές υπερδυνάμεις» (local super powers), με προεξάρχουσα και πάλι την Κίνα, να αναπτύξουν στο κοντινό μέλλον οπλικά συστήματα και ικανότητες που θα επιδιώκουν να απομονώνουν ένα θέατρο επιχειρήσεων ώστε να μην μπορεί να προσέλθει βοήθεια για τα εμπλεκόμενα στρατεύματα της αντίπαλης δύναμης.
Αναμένεται, δηλαδή, να προκύψει ένα είδος «στεγανοποίησης» του πολέμου, έτσι ώστε πολεμικές αναμετρήσεις μικρής διάρκειας και υψηλής έντασης να μπορούν να «εγκιβωτίζονται» σε ένα περιορισμένο πλαίσιο και να αποτρέπουν τις μεγάλες δυνάμεις να εμπλέκουν όλη την ισχύ τους σε έναν «αδιαίρετο» (seamless) πόλεμο, ο οποίος θα μπορούσε να ξεκινήσει από μια τοπική σύγκρουση και να εξελιχθεί σε ολοκληρωτική αντιπαράθεση πλήρους κλίμακας.
Αυτή η στρατηγική αναμένεται να ασκηθεί κυρίως από την Κίνα έναντι των ΗΠΑ για δράσεις κοντά στα κινεζικά εδάφη και μακριά από τις μητροπολιτικές Ηνωμένες Πολιτείες (CONUS) αλλά και από μεσαίες ευρασιατικές δυνάμεις, όπως είναι το Ιράν.
Βέβαια, η επίτευξη του σωστού μείγματος δέους και «ηπιότητας» έναντι των ΗΠΑ ώστε να μην οδηγηθούν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί και πιθανώς να μην αποτελεί καν έναν θεωρητικά εφικτό στόχο.
Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι τόσο η Κίνα όσο και άλλες χώρες επιδιώκουν να αναπτύξουν ικανότητες επίτευξης συντριπτικού πλήγματος εναντίον του αντιπάλου σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο, ωστόσο, πολεμικών αναμετρήσεων περιορισμένων στοχοθετήσεων.
Για την ακρίβεια, η Ινδία έχει δημιουργήσει ήδη εξειδικευμένα στρατιωτικά Σώματα συνδυασμένων Όπλων (Combined Arms) για δράση εναντίον του Πακιστάν σε πολέμους «κάτω από το πυρηνικό κατώφλι».
Με βάση όλα τα παραπάνω, αναμένεται να εμφανιστούν στο διεθνές σύστημα πολεμικές μεθοδολογίες και οπλικά συστήματα που θα στοχεύουν στη διεξαγωγή «γρήγορων πολέμων» (swift wars), περιορισμένων στοχοθετήσεων αλλά υψηλής έντασης (HIC).
Για την ακρίβεια, επειδή παρόμοιες πολεμικές αναμετρήσεις, που σε μεγάλο βαθμό θα διεξαχθούν στην περιφέρεια της Ευρασίας και στα εγγύς ευρασιατικά ύδατα, θα επικεντρωθούν στη στόχευση κρίσιμης σημασίας δομών των αντιπάλων, όπως μπορεί να είναι οι ομάδες μάχης των αμερικανικών αεροπλανοφόρων, τότε ενδέχεται να μιλάμε για πολεμικές αναμετρήσεις υπερυψηλής έντασης EHIC (Extreme High Intensity Conflicts).
Υπερυψηλή ένταση που αφορά την Ελλάδα
Για να επιτευχθούν αυτά τα ακαριαία παραλυτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο αναμένεται να χρησιμοποιηθούν οπλικά συστήματα στρατηγικών αποτελεσμάτων, που θα μπορούσαν να αναφερθούν ως «μεταπυρηνικά υπερόπλα» (‘post nuclear super weapons’).
Η ορολογία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τους κινεζικούς βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον πλοίων (anti ship ballistic missiles / ASBM) και ειδικότερα τον DF21D, ωστόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μια σειρά άλλων οπλικών συστημάτων.
Η τάση αυτή για γρήγορους πολέμους υπερυψηλής έντασης αναμένεται να αντανακλαστεί και στο ελληνοτουρκικό σύστημα εξαιτίας ορισμένων ιδιαιτεροτήτων του.
Συγκεκριμένα, αν και σε αυτό δεν υπάρχουν (επί του παρόντος) πυρηνικά όπλα, ώστε να απαιτείται η εφαρμογή ενός «γρήγορου πολέμου» που θα λειτουργεί κάτω από το πυρηνικό κατώφλι, εντούτοις η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, μιας και ένας παρατεταμένος πόλεμος μεταξύ τους θα απειλούσε να αδρανοποιήσει προσωρινά τη λειτουργία της ΝΑΤΟϊκής Συμμαχίας, ή έστω να την καταστήσει ιδιαίτερα δυσκίνητη, με αποτέλεσμα να προσφερθεί στη Ρωσία ένα δυνάμει πολύτιμο παράθυρο ευκαιρίας ώστε να επιτύχει με ασφάλεια τετελεσμένο σε περιοχές όπως αυτή των Δημοκρατιών της Βαλτικής.
Άρα, είναι δεδομένο ότι θα προέκυπταν εντονότατες πιέσεις από πλευράς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και προς τις δύο χώρες ώστε να σταματήσει άμεσα η αναμέτρηση.
Επομένως, μια σχεδιαζόμενη πολεμική δράση από πλευράς της Τουρκίας εναντίον της χώρας μας θα πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, εκτός και αν υπάρχει πρόβλεψη για αγνόηση των αμερικανικών πιέσεων.
Ωστόσο, ένας ακόμη λόγος για την Τουρκία να επενδύσει σε λογικές «ακαριαίου πολέμου» είναι η εύθραυστη εσωτερική συνοχή της και τα ανοιχτά μέτωπα που έχει προς άλλες κατευθύνσεις.
Εν κατακλείδι, οι διεθνείς αλλαγές στη μορφή του πολέμου ενδέχεται να έχουν την αντανάκλασή τους και στο ελληνοτουρκικό σύστημα και θα πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτό.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα»
No comments
Post a Comment