Πρωτοχρονιά 1941: Το γράμμα Έλληνα στρατιώτη στην οικογένεια του από το Αλβανικό μέτωπο
Η Πρωτοχρονιά του 1941 βρήκε τους Έλληνες ανήσυχους για την έκβαση του πολέμου. Πριν περίπου δύο μήνες ο Ιωάννης Μεταξάς είχε πει το ηρωικό «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρέσβη Γκράτσι. Στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου οι Έλληνες στρατιώτες παραμέριζαν κάθε φόβο, κάθε ανησυχία. Πολεμούσαν μόνο για την σημαία, για την πατρίδα!
Μοναδική τους χαρά ήταν οι νίκες, καθώς και η επικοινωνία με τις οικογένειες τους. Στις παραλλαγές τους είχαν κρυμμένο ένα στυλό και ένα φύλλο χαρτί. Γνώριζαν κατά βάθος πως κάθε γράμμα μπορεί να ήταν και το τελευταίο.
Το συγκινητικό μήνυμα ενός Έλληνα φαντάρου στην οικογένειά του, την Πρωτοχρονιά του 1941 από το μέτωπο της Αλβανίας
"Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος …
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά σας…
Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυρομάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπημένα χεράκια, τό κομμάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού, … γύρω από τό στολισμένο τραπέζι µας.
Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κομµάτι θά βρεθη τό νόμισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγμή ακόμη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύν/µά µας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια». Σ’ εµένα έλαχε νά ακούσω άλλον αξιωµατικόν νά διηγείται πώς µέ 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός πού βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα, τά απρόσιτα καί στά γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πίτα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της. Νά µέ συµπαθάτε όµως… Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του…
Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τά δυό σου γαλανά µατάκια, όταν άναψαν τά φώτα, µπροστά στά δώρα πού σού έφερε ο καλός Άγιος;
Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά τής ζωής µου, σείς πώς υποδεχθήκατε τόν καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά
(Γράµµα Ευάγγελου Νοµικού,από τίς «Μαρτυρίες ’40-’41»,τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 150)
Η Πρωτοχρονιά του 1941 βρήκε τους Έλληνες ανήσυχους για την έκβαση του πολέμου. Πριν περίπου δύο μήνες ο Ιωάννης Μεταξάς είχε πει το ηρωικό «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρέσβη Γκράτσι. Στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου οι Έλληνες στρατιώτες παραμέριζαν κάθε φόβο, κάθε ανησυχία. Πολεμούσαν μόνο για την σημαία, για την πατρίδα!
Μοναδική τους χαρά ήταν οι νίκες, καθώς και η επικοινωνία με τις οικογένειες τους. Στις παραλλαγές τους είχαν κρυμμένο ένα στυλό και ένα φύλλο χαρτί. Γνώριζαν κατά βάθος πως κάθε γράμμα μπορεί να ήταν και το τελευταίο.
Το συγκινητικό μήνυμα ενός Έλληνα φαντάρου στην οικογένειά του, την Πρωτοχρονιά του 1941 από το μέτωπο της Αλβανίας
"Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος …
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά σας…
Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυρομάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπημένα χεράκια, τό κομμάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού, … γύρω από τό στολισμένο τραπέζι µας.
Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κομµάτι θά βρεθη τό νόμισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγμή ακόμη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύν/µά µας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια». Σ’ εµένα έλαχε νά ακούσω άλλον αξιωµατικόν νά διηγείται πώς µέ 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός πού βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα, τά απρόσιτα καί στά γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πίτα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της. Νά µέ συµπαθάτε όµως… Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του…
Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τά δυό σου γαλανά µατάκια, όταν άναψαν τά φώτα, µπροστά στά δώρα πού σού έφερε ο καλός Άγιος;
Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά τής ζωής µου, σείς πώς υποδεχθήκατε τόν καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά
(Γράµµα Ευάγγελου Νοµικού,από τίς «Μαρτυρίες ’40-’41»,τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 150)
No comments
Post a Comment