Τι φέρνει το 2018 για Ευρώπη και Ελλάδα - H μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλα όσα επηρεάζουν την Ελλάδα
της Άννας Φαλτάιτς –
Η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθεί στο προσκήνιο το 2018, αποκαλύπτοντας τις περιφερειακές διαμάχες που διχάζουν την Ήπειρο, όπως εκτιμά το Stratfor.
Σύμφωνα με το αμερικανικό think tank, αν και στην «καρδιά» της διαμάχης θα βρίσκονται Γαλλία και Γερμανία, οι δυο χώρες θα αποδειχθεί πως είναι πιο πρόθυμες να συνεργαστούν απ’ ότι να συγκρουστούν. Για τον λόγο αυτό, το Παρίσι θα συμφωνήσει να μετριάσει ή και να αναβάλει πολλές από τις προτάσεις του για το μπλοκ.
Εν τω μεταξύ, οι εκλογές στην Ιταλία θα δημιουργήσουν αβεβαιότητα για το μέλλον της Ευρωζώνης. Αν και η χώρα δεν θα αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, ωστόσο η επόμενη κυβέρνησή της θα πιέσει ώστε να πάρει έγκριση για αύξηση των δημοσίων δαπανών της.
Από την πλευρά του, το Ηνωμένο Βασίλειο θα περάσει το 2018 διαπραγματευόμενο τους όρους μιας εμπορικής συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και οι ηγέτες πιθανότατα θα καταλήξουν σε κάποιον διακανονισμό για την μεταβατική περίοδο μετά το Brexit, ωστόσο η επίτευξη εμπορικής συμφωνίας θα είναι δυσκολότερη.
Την ίδια ώρα, η Ευρώπη θα επιχειρήσει να συνάψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες, μια στρατηγική που θα γίνει ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης.
Οι συζητήσεις για την μορφή που θα πρέπει να έχουν η δομή και η διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθούν στο επίκεντρο το 2018.
Μεταξύ των θεμάτων της ατζέντας θα είναι οι τρόποι εμβάθυνσης της χρηματοοικονομικής ενοποίησης, οι μηχανισμοί για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και οι στρατηγικές για την αύξηση της συνεργασίας στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Όμως, το να βρεθεί δρόμος προς τα εμπρός δεν θα είναι εύκολο. Α
ν και τα περισσότερα μέλη της ΕΕ συμφωνούν πως χρειάζονται πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο δεν συμφωνούν ως προς το πώς θα πρέπει να είναι ή πώς θα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Με την πάροδο του χρόνου, τα θέματα αυτά θα εκθέσουν και πάλι τους διαχωρισμούς Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης της Ευρώπης.
Στο επίκεντρο της διαμάχης θα βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία. Αν και οι δυο υπερδυνάμεις είναι πρόθυμες να διατηρήσουν τη συμμαχία τους, ωστόσο έχουν διαφορετικά οράματα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γαλλική κυβέρνηση, που ως προεκλογική της «σημαία» είχε την υπόσχεση της μεταμόρφωσης του μπλοκ, έχει ήδη εισαγάγει οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Τώρα που «παίζει» με πιο ίσους όρους με το Βερολίνο, το αναθαρρημένο Παρίσι θα στοχεύσει στην προώθηση των συμφερόντων του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Γαλλία ελπίζει να δημιουργήσει νέες δομές που θα δώσουν τη δυνατότητα για μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες και διαμοιρασμό του χρηματοοικονομικού ρίσκου εντός του μπλοκ –στόχο που μοιράζονται και πολλές χώρες της Νότιας Ευρώπης, περιλαμβανομένων της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Αυτά τα κράτη τάσσονται επίσης υπέρ της εισαγωγής κοινής ασφάλισης απέναντι ανεργία για τους εργαζόμενους της ΕΕ και μιας κοινής ασφάλισης καταθέσεων για τις τράπεζες της ΕΕ.
Η Γερμανία δεν είναι κατ’ ανάγκη αντίθετη στις ιδέες αυτές, όμως θέλει να είναι σίγουρη πως θα συνοδεύονται από μια πιο αποτελεσματική επίβλεψη των δημοσιονομικών πολιτικών και των χρηματοπιστωτικών τομέων των κρατών-μελών.
Το Βερολίνο πιστεύει πως οι χώρες συχνά «λυγίζουν» τους δημοσιονομικούς κανόνες του μπλοκ και πως οι θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή κανονισμών είναι υπερβολικά πολιτικοποιημένοι. Αρκετές βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, συμμερίζονται την άποψη αυτή.
Εν τούτοις, Γαλλία και Γερμανία θα πρέπει να περιμένουν για να καταλήξουν σε συμβιβασμό μέχρις ότου το Βερολίνο διευθετήσει τα δικά του πιεστικά πολιτικά προβλήματα: τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Η διαδικασία της προσπάθειας σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία θα αναλώσει τους πρώτους μήνες του έτους. Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τότε θα διενεργηθούν πρόωρες εκλογές, καθυστερώντας τις όποιες ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις.
Ασχέτως του πότε θα αρχίσει το «πάρε-δώσε» Γερμανίας-Γαλλίας, το Βερολίνο θα προστατεύσει τα συμφέροντά του και το Παρίσι δεν θα πάρει ό,τι θέλει. Αντιθέτως, πολλές γαλλικές προτάσεις θα μετριαστούν ή θα προσαρμοστούν προκειμένου να ανταποκρίνονται στις γερμανικές απαιτήσεις, ενώ άλλες θα αναβληθούν.
Οπωσδήποτε υπάρχει περιθώριο συνεργασίας σε ορισμένα ζητήματα, όπως η ενίσχυση της συνεργασίας στην ασφάλεια και την άμυνα καθώς και η εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων των μελών της ΕΕ. Όμως, άλλα θέματα –ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στις δημοσιονομικές μεταφορές από την Βόρεια Ευρώπη προς την Νότια Ευρώπη- θα είναι πιο αμφιλεγόμενα.
Ως επί το πλείστον, η Γαλλία και η Γερμανία θα ενδιαφέρονται περισσότερο για συνεργασία παρά για αντιπαράθεση. Όμως είναι ασαφές αν η προθυμία τους να συνεργαστούν θα αρκεί για να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη.
Η Ιταλία θα είναι η βασική πηγή αβεβαιότητας για την Ευρωζώνη το επόμενο έτος. Η χώρα θα διενεργήσει γενικές εκλογές μέχρι τον Μάιο και τα περισσότερα πολιτικά κόμματά της έχουν επικρίνει τους στόχους της ΕΕ για τα ελλείμματα. Ορισμένα επικρίνουν επίσης την Ευρωζώνη. Ασχέτως του ποιος θα κερδίσει στις εκλογές, η επόμενη κυβέρνηση της Ρώμης θα πιέσει για αύξηση των δημοσίων δαπανών και για επανασχεδιασμό των στόχων για τα ελλείμματα του μπλοκ.
Η διαφορά μεταξύ των κομμάτων έχει να κάνει με τον τόνο που χρησιμοποιούν. Ορισμένα, όπως το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και τη δεξιά Λέγκα του Βορρά, θα είναι πιο πρόθυμα από άλλα να απειλήσουν τις Βρυξέλλες με μονομερή μέτρα αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Οι απειλές αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αγνόηση των δημοσιονομικών στόχων του μπλοκ ή την αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Φυσικά, η Ιταλία δεν είναι πιθανό να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, όμως η άνοδος μιας ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το νομισματικό μπλοκ.
Η απειλή και μόνο της αγνόησης των κανόνων της Ευρωζώνης ή της αποχώρησης από αυτήν θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες στις χρηματαγορές, να οδηγήσουν σε υψηλότερα κόστη δανεισμού για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και να εγείρουν ερωτήματα για τις προοπτικές των εύθραυστων τραπεζών της Ιταλίας. Επιπλέον, μια πιο ευρωσκεπτικιστική Ιταλία θα έρχονταν αντιμέτωπη με την προοπτική πολιτικής και θεσμικής απομόνωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου του κατακερματισμού της ιταλικής πολιτικής σκηνής, οι επερχόμενες εκλογές είναι πιθανό να καταλήξουν σε μη αυτοδύναμη κυβέρνηση. Όμως, ακόμα και αν τα κόμματα δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό, θα μπορούσαν και πάλι να διορίσουν πρωθυπουργό με συναίνεση.
Οι θεσμοί της ΕΕ και οι χρηματαγορές θα υποδέχονταν θετικά μια τέτοια απόφαση διότι θα απέτρεπε προσωρινά μια οικονομική κρίση.
Όμως το κόστος θα ήταν βαρύ, δημιουργώντας μια κυβέρνηση που θα ήταν μονίμως στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αποδυναμώνοντας την επιρροή της Ιταλίας στις διεθνείς υποθέσεις και υπονομεύοντας την ικανότητα της Ρώμης να εισαγάγει σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αν, από την άλλη πλευρά, οι νομοθέτες δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν στον διορισμό πρωθυπουργού, η Ιταλία μπορεί να διενεργήσει νέο γύρο εκλογών μέχρι το τέλος του 2018, παρατείνοντας την αβεβαιότητα που επισκιάζει το μέλλον της χώρας.
Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας λήγει τον Αύγουστο του 2018, και η Αθήνα θα προσπαθήσει τότε να μειώσει τη βαρύτητα που έχουν οι ξένοι δανειστές στην διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Την ίδια ώρα, όμως, η Ελλάδα θα ζητήσει από τους δανειστές της να μειώσουν το χρέος της. Οι χρηματοδότες της Αθήνας θα αρνηθούν να απομειώσουν μέρος του ελληνικού χρέους, όμως μπορεί να συμφωνήσουν σε άλλα μέτρα, όπως η παράταση των λήξεων των ομολόγων, τα χαμηλότερα επιτόκια και μια περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή των χρεών, ιδιαίτερα αν η Ελλάδα συμφωνήσει να συνεχίσει να κάνει οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η Αθήνα μπορεί πράγματι να είναι πρόθυμη να αναλάβει αυτή τη δέσμευση αν τα μέτρα που θα απαιτηθούν είναι λιγότερο επώδυνα από αυτά που συνδέονται με το πρόγραμμα διάσωσης. Άρα, αν και η Ελλάδα θα παραμείνει πηγή ανησυχίας για την Ευρωζώνη το 2018, ωστόσο δεν θα κινδυνεύσει η συμμετοχή της στη νομισματική ένωση.
Διαβάστε τη συνέχεια στην πηγή: slpress.gr
της Άννας Φαλτάιτς –
Η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθεί στο προσκήνιο το 2018, αποκαλύπτοντας τις περιφερειακές διαμάχες που διχάζουν την Ήπειρο, όπως εκτιμά το Stratfor.
Σύμφωνα με το αμερικανικό think tank, αν και στην «καρδιά» της διαμάχης θα βρίσκονται Γαλλία και Γερμανία, οι δυο χώρες θα αποδειχθεί πως είναι πιο πρόθυμες να συνεργαστούν απ’ ότι να συγκρουστούν. Για τον λόγο αυτό, το Παρίσι θα συμφωνήσει να μετριάσει ή και να αναβάλει πολλές από τις προτάσεις του για το μπλοκ.
Εν τω μεταξύ, οι εκλογές στην Ιταλία θα δημιουργήσουν αβεβαιότητα για το μέλλον της Ευρωζώνης. Αν και η χώρα δεν θα αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, ωστόσο η επόμενη κυβέρνησή της θα πιέσει ώστε να πάρει έγκριση για αύξηση των δημοσίων δαπανών της.
Από την πλευρά του, το Ηνωμένο Βασίλειο θα περάσει το 2018 διαπραγματευόμενο τους όρους μιας εμπορικής συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και οι ηγέτες πιθανότατα θα καταλήξουν σε κάποιον διακανονισμό για την μεταβατική περίοδο μετά το Brexit, ωστόσο η επίτευξη εμπορικής συμφωνίας θα είναι δυσκολότερη.
Την ίδια ώρα, η Ευρώπη θα επιχειρήσει να συνάψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες, μια στρατηγική που θα γίνει ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης.
Συζητώντας το μέλλον της Ευρώπης
Μεταξύ των θεμάτων της ατζέντας θα είναι οι τρόποι εμβάθυνσης της χρηματοοικονομικής ενοποίησης, οι μηχανισμοί για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και οι στρατηγικές για την αύξηση της συνεργασίας στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Όμως, το να βρεθεί δρόμος προς τα εμπρός δεν θα είναι εύκολο. Α
ν και τα περισσότερα μέλη της ΕΕ συμφωνούν πως χρειάζονται πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο δεν συμφωνούν ως προς το πώς θα πρέπει να είναι ή πώς θα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Με την πάροδο του χρόνου, τα θέματα αυτά θα εκθέσουν και πάλι τους διαχωρισμούς Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης της Ευρώπης.
Στο επίκεντρο της διαμάχης θα βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία. Αν και οι δυο υπερδυνάμεις είναι πρόθυμες να διατηρήσουν τη συμμαχία τους, ωστόσο έχουν διαφορετικά οράματα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γαλλική κυβέρνηση, που ως προεκλογική της «σημαία» είχε την υπόσχεση της μεταμόρφωσης του μπλοκ, έχει ήδη εισαγάγει οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Τώρα που «παίζει» με πιο ίσους όρους με το Βερολίνο, το αναθαρρημένο Παρίσι θα στοχεύσει στην προώθηση των συμφερόντων του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Γαλλία ελπίζει να δημιουργήσει νέες δομές που θα δώσουν τη δυνατότητα για μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες και διαμοιρασμό του χρηματοοικονομικού ρίσκου εντός του μπλοκ –στόχο που μοιράζονται και πολλές χώρες της Νότιας Ευρώπης, περιλαμβανομένων της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Αυτά τα κράτη τάσσονται επίσης υπέρ της εισαγωγής κοινής ασφάλισης απέναντι ανεργία για τους εργαζόμενους της ΕΕ και μιας κοινής ασφάλισης καταθέσεων για τις τράπεζες της ΕΕ.
Η Γερμανία δεν είναι κατ’ ανάγκη αντίθετη στις ιδέες αυτές, όμως θέλει να είναι σίγουρη πως θα συνοδεύονται από μια πιο αποτελεσματική επίβλεψη των δημοσιονομικών πολιτικών και των χρηματοπιστωτικών τομέων των κρατών-μελών.
Το Βερολίνο πιστεύει πως οι χώρες συχνά «λυγίζουν» τους δημοσιονομικούς κανόνες του μπλοκ και πως οι θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή κανονισμών είναι υπερβολικά πολιτικοποιημένοι. Αρκετές βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, συμμερίζονται την άποψη αυτή.
Εν τούτοις, Γαλλία και Γερμανία θα πρέπει να περιμένουν για να καταλήξουν σε συμβιβασμό μέχρις ότου το Βερολίνο διευθετήσει τα δικά του πιεστικά πολιτικά προβλήματα: τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Η διαδικασία της προσπάθειας σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία θα αναλώσει τους πρώτους μήνες του έτους. Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τότε θα διενεργηθούν πρόωρες εκλογές, καθυστερώντας τις όποιες ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις.
Ασχέτως του πότε θα αρχίσει το «πάρε-δώσε» Γερμανίας-Γαλλίας, το Βερολίνο θα προστατεύσει τα συμφέροντά του και το Παρίσι δεν θα πάρει ό,τι θέλει. Αντιθέτως, πολλές γαλλικές προτάσεις θα μετριαστούν ή θα προσαρμοστούν προκειμένου να ανταποκρίνονται στις γερμανικές απαιτήσεις, ενώ άλλες θα αναβληθούν.
Οπωσδήποτε υπάρχει περιθώριο συνεργασίας σε ορισμένα ζητήματα, όπως η ενίσχυση της συνεργασίας στην ασφάλεια και την άμυνα καθώς και η εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων των μελών της ΕΕ. Όμως, άλλα θέματα –ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στις δημοσιονομικές μεταφορές από την Βόρεια Ευρώπη προς την Νότια Ευρώπη- θα είναι πιο αμφιλεγόμενα.
Ως επί το πλείστον, η Γαλλία και η Γερμανία θα ενδιαφέρονται περισσότερο για συνεργασία παρά για αντιπαράθεση. Όμως είναι ασαφές αν η προθυμία τους να συνεργαστούν θα αρκεί για να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη.
Η μοίρα της Ευρώπης
Η Ιταλία θα είναι η βασική πηγή αβεβαιότητας για την Ευρωζώνη το επόμενο έτος. Η χώρα θα διενεργήσει γενικές εκλογές μέχρι τον Μάιο και τα περισσότερα πολιτικά κόμματά της έχουν επικρίνει τους στόχους της ΕΕ για τα ελλείμματα. Ορισμένα επικρίνουν επίσης την Ευρωζώνη. Ασχέτως του ποιος θα κερδίσει στις εκλογές, η επόμενη κυβέρνηση της Ρώμης θα πιέσει για αύξηση των δημοσίων δαπανών και για επανασχεδιασμό των στόχων για τα ελλείμματα του μπλοκ.
Η διαφορά μεταξύ των κομμάτων έχει να κάνει με τον τόνο που χρησιμοποιούν. Ορισμένα, όπως το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και τη δεξιά Λέγκα του Βορρά, θα είναι πιο πρόθυμα από άλλα να απειλήσουν τις Βρυξέλλες με μονομερή μέτρα αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Οι απειλές αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αγνόηση των δημοσιονομικών στόχων του μπλοκ ή την αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Φυσικά, η Ιταλία δεν είναι πιθανό να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, όμως η άνοδος μιας ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το νομισματικό μπλοκ.
Η απειλή και μόνο της αγνόησης των κανόνων της Ευρωζώνης ή της αποχώρησης από αυτήν θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες στις χρηματαγορές, να οδηγήσουν σε υψηλότερα κόστη δανεισμού για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και να εγείρουν ερωτήματα για τις προοπτικές των εύθραυστων τραπεζών της Ιταλίας. Επιπλέον, μια πιο ευρωσκεπτικιστική Ιταλία θα έρχονταν αντιμέτωπη με την προοπτική πολιτικής και θεσμικής απομόνωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου του κατακερματισμού της ιταλικής πολιτικής σκηνής, οι επερχόμενες εκλογές είναι πιθανό να καταλήξουν σε μη αυτοδύναμη κυβέρνηση. Όμως, ακόμα και αν τα κόμματα δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό, θα μπορούσαν και πάλι να διορίσουν πρωθυπουργό με συναίνεση.
Οι θεσμοί της ΕΕ και οι χρηματαγορές θα υποδέχονταν θετικά μια τέτοια απόφαση διότι θα απέτρεπε προσωρινά μια οικονομική κρίση.
Όμως το κόστος θα ήταν βαρύ, δημιουργώντας μια κυβέρνηση που θα ήταν μονίμως στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αποδυναμώνοντας την επιρροή της Ιταλίας στις διεθνείς υποθέσεις και υπονομεύοντας την ικανότητα της Ρώμης να εισαγάγει σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αν, από την άλλη πλευρά, οι νομοθέτες δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν στον διορισμό πρωθυπουργού, η Ιταλία μπορεί να διενεργήσει νέο γύρο εκλογών μέχρι το τέλος του 2018, παρατείνοντας την αβεβαιότητα που επισκιάζει το μέλλον της χώρας.
Η Ελλάδα
Η Ιταλία, όμως, δεν θα είναι το μόνο μέλος της Eυρωζώνης που θα πρέπει να αντιμετωπίσει δύσκολα ερωτήματα το επόμενο έτος.Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας λήγει τον Αύγουστο του 2018, και η Αθήνα θα προσπαθήσει τότε να μειώσει τη βαρύτητα που έχουν οι ξένοι δανειστές στην διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Την ίδια ώρα, όμως, η Ελλάδα θα ζητήσει από τους δανειστές της να μειώσουν το χρέος της. Οι χρηματοδότες της Αθήνας θα αρνηθούν να απομειώσουν μέρος του ελληνικού χρέους, όμως μπορεί να συμφωνήσουν σε άλλα μέτρα, όπως η παράταση των λήξεων των ομολόγων, τα χαμηλότερα επιτόκια και μια περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή των χρεών, ιδιαίτερα αν η Ελλάδα συμφωνήσει να συνεχίσει να κάνει οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η Αθήνα μπορεί πράγματι να είναι πρόθυμη να αναλάβει αυτή τη δέσμευση αν τα μέτρα που θα απαιτηθούν είναι λιγότερο επώδυνα από αυτά που συνδέονται με το πρόγραμμα διάσωσης. Άρα, αν και η Ελλάδα θα παραμείνει πηγή ανησυχίας για την Ευρωζώνη το 2018, ωστόσο δεν θα κινδυνεύσει η συμμετοχή της στη νομισματική ένωση.
Διαβάστε τη συνέχεια στην πηγή: slpress.gr
No comments
Post a Comment