Πώς η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει τουρκικά F-35 με τη νέα τεχνολογία, η οποία προσφέρεται σε χαμηλό κόστος
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας*
Η πιθανή είσοδος στο τουρκικό οπλοστάσιο των μαχητικών F – 35 Lightning II είναι ένα δύσκολο προς επίλυση πρόβλημα για την Ελλάδα, αλλά σε καμία περίπτωση ένα πρόβλημα χωρίς λύση.
Αεροσκάφη stealth αναπτύσσονται και από χώρες εχθρικές της Δύσης και, κατά συνέπεια, πολλές προηγμένες χώρες του πλανήτη έχουν επενδύσει στην ανάπτυξη anti – stealth συστημάτων.
Ένα σχετικά άγνωστο παράδειγμα στην Ελλάδα είναι αυτό της Ιαπωνίας. Συγκεκριμένα, ήδη από το 2014 το ιαπωνικό υπουργείο Άμυνας είχε ξεκινήσει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός προηγμένου ραντάρ και συστήματος ελέγχου πυρός για τον εντοπισμό αεροσκαφών stelath, τα οποία δεν μπορούν να εντοπίσουν τα σημερινά ιαπωνικά μέσα.
Εκτιμάται ότι το νέο σύστημα θα τοποθετηθεί σε επίγεια οχήματα και θα λαμβάνει στοιχεία από σταθερά επίγεια ραντάρ, όπως είναι το FPS – 5 και το FPS – 7. Αφού θα εντοπίζει τα εχθρικά αεροσκάφη θα κατευθύνει εναντίον τους πυραύλους, που αναμένεται να είναι μια βελτιωμένη έκδοση του ιαπωνικού πυραύλου αεράμυνας μέσου βεληνεκούς, ο οποίος αναφέρεται ως Chu – SAM Type 03 και SAM – 4.
Η ανάπτυξη του νέου ραντάρ έρχεται ως αποτέλεσμα της εισόδου σε υπηρεσία του μαχητικού αεροσκάφους J – 20 από την Κίνα τα επόμενα χρόνια και πιθανώς και του J – 31 και άλλων αεροσκαφών stealth.
Συγκεκριμένα, γράφοντας άρθρο στο περιοδικό «Επίκαιρα» προτείναμε στην Ελλάδα να επενδύσει στα επιτεύγματα της λεγόμενης Τέταρτη Βιομηχανικής Επανάστασης ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή των τουρκικών F – 35.
Μεταξύ άλλων, υποστηρίξαμε ότι τεχνολογίες αξιοποίησης μεγάλων όγκων δεδομένων (big data) και η δικτύωση μέσω τεχνολογιών νέφους (cloud) θα επιτρέψουν τη σύνθεση δεδομένων από πολλές πηγές, με αποτέλεσμα, ακόμη και περιορισμένων δυνατοτήτων αισθητήρες να είναι σε θέση να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση μιας ενιαίας εικόνας εκτεταμένων χώρων μάχης, η οποία θα είναι διαθέσιμη στους πάντες διαμέσου τεχνολογιών νέφους.
Τα δίκτυα αυτά θα μπορούσαν να συνδυαστούν με πυραυλικά συστήματα ολοένα και μεγαλύτερου βεληνεκούς και μειωμένου κόστους.
Είχαμε εξετάσει πως ένα πλέγμα ενοποιημένων αισθητήρων θα μπορούσε να οριοθετήσει ένα «κιβώτιο» μέσα στον χώρο, με διαστάσεις μερικών χλμ., μέσα στο οποίο θα βρίσκεται μια επερχόμενη ομάδα αεροσκαφών, και να μπορεί να κάνει μια πρόβλεψη για ένα αντίστοιχο «κιβώτιο» που αυτή η ομάδα θα βρεθεί μετά από λίγο.
Έτσι, η ελληνική αεράμυνα θα μπορούσε να εξαπολύσει ρουκέτες προς το «κιβώτιο» όπου αναμένεται να βρεθούν σε λίγο τα αεροσκάφη.
Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, τι δυνατότητες θα προέκυπταν από τον συνδυασμό των ρουκετών αυτών με κεφαλές εκπομπής μικροκυμάτων υψηλής ενέργειας (ΗΡΜ) ή ηλεκτρομαγνητικού παλμού (ΕΜΡ).
Είναι πολύ πιθανόν ότι τα όπλα αυτά θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ηλεκτρονικά συστήματα των αεροσκαφών και να τα καταρρίψουν απλώς με το εκραγούν στην ευρύτερη περιοχή τους, χωρίς να χρειαστεί να τα προσεγγίσουν.
Αυτό επιλύει ένα σημαντικό μειονέκτημα που υποστηρίζεται ότι έχουν τα anti – stealth συστήματα, δηλαδή το ότι ενδέχεται να μην είναι σε θέση να προσφέρουν ακριβή δεδομένα στοχοποίησης για τα αντιαεροπορικά όπλα.
Ξεφεύγοντας από τον ελληνοτουρκικό μικρόκοσμο και περνώντας στην παγκόσμια σκηνή, παρόμοια πλέγματα αισθητήρων και όπλων μπορούν να συνδυαστούν με τα επιτεύγματα μιας ακόμη «σιωπηρής» επανάστασης, αυτής των πράσινων ενεργειακών τεχνολογιών για στρατιωτικές χρήσεις**.
Οι τεχνολογίες αυτές ευνοούν την ανάπτυξη συστημάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας χαμηλού κόστους, μικρού βάρους και εύκολων στη διαχείρισή τους, τα οποία μπορούν να διασυνδεθούν με αισθητήρες, επίσης χαμηλού κόστους και συστήματα ζεύξης δεδομένων, ας πούμε θερμικούς απεικονιστές διεσπαρμένους σε πολλαπλά ψηλά σημεία σε έναν δεδομένο χώρο.
Τα συστήματα αυτά θα παίρνουν όλη την ενέργεια που χρειάζονται από το περιβάλλον και θα μπορούν να λειτουργούν με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση και μηδενικό κόστος, προσφέροντας δεδομένα που θα ενοποιούνται μέσω τεχνολογιών μεγάλων δεδομένων.
Σε έναν πιο μακρινό χρονικό ορίζοντα, οι τεχνολογίες υψηλής ενεργειακής αυτονομίας μπορεί να συνδυαστούν με μη επανδρωμένα αεροχήματα μεγάλου υψομέτρου και αερόπλοια, ιδιαίτερα δε αερόπλοια πολύ μεγάλου υψομέτρου ή ακόμη και «εγγύς διαστήματος» (near space), τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα είναι απρόσβλητα από τη δράση της εχθρικής αεροπορίας ή των συστημάτων αεράμυνας.
Τα αεροχήματα και αερόπλοια αυτά θα λειτουργούν ουσιαστικά ως υποκατάστατα δορυφόρων (satellite surrogates) και εφοδιασμένα με διάφορα πακέτα αισθητήρων θα μπορούν να εποπτεύουν εκτεταμένους χώρους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Αν, μάλιστα, αναπτυχθεί η τεχνολογία των όπλων κατευθυνόμενης ενέργειας (DEW) με τον τρόπο που οι αισιόδοξοι αναμένουν να συμβεί, τότε μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια πολλές χώρες στον πλανήτη ενδέχεται να είναι σε θέση να διαθέτουν μόνιμες ή ημιμόνιμες ιπτάμενες πυροβολαρχίες πυροβόλων κατευθυνόμενης ενέργειας, ικανών να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις και, κατά συνέπεια, καθιστώντας αυτοκτονική ενέργεια την είσοδο μαχητικών αεροσκαφών, stealth ή μη, στους χώρους που εποπτεύουν.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, φαντάζουν υπερβολικά «εξωτικά» για τις ελληνικές ανάγκες. Ωστόσο, το μέλλον πιθανώς να μην είναι τόσο μακριά όσο φαίνεται και μείζονες αλλαγές στη γεωπολιτική ταυτότητα του διεθνούς συστήματος ενδέχεται να επιταχύνουν την ανάπτυξη αυτών και άλλων προηγμένων οπλικών συστημάτων. Άρα, αν μη τι άλλο, οφείλουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις.
Επιπροσθέτως, στο πιο κοντινό μέλλον, μέσα ηλεκτρονικού πολέμου ενδέχεται να συνδυαστούν με συστήματα κυβερνοπολέμου και «soft kill» όπλα εκπομπής ενέργειας (κατευθυνόμενης ή προερχόμενης από έκρηξη) ώστε να προσβληθεί και να καταστραφεί, ή έστω να αποδιοργανωθεί, το δίκτυο C4ISR*** του αντιπάλου.
Ακόμη και η πιθανότητα «μόλυνσης» του δικτύου από τη δράση εχθρικών κυβερνοεπιθέσεων ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα αποδιοργάνωσης σε μία δικτυακή αρχιτεκτονική μάχης, δεδομένου ότι οι χειριστές της δεν θα έχουν εμπιστοσύνη σε αυτή.
Εν κατακλείδι, υπάρχουν πολλοί τομείς που μπορούν να επενδύσουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αν θέλουν να ενισχύσουν τις ικανότητες της ολοένα και πιο επικίνδυνης πολεμικής μηχανής. Το μόνο που χρειάζεται είναι φαντασία και ανοιχτό μυαλό.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλεια στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
**Παρόμοια συστήματα εξετάζονται στο βιβλίο του γράφοντος «Το Τέλος του Πετρελαίου και η Αρχή της Νέας Αμερικανικής Στρατηγικής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
***Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance & Reconnaissance.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 388, σελίδες 59 – 61.
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας*
Η πιθανή είσοδος στο τουρκικό οπλοστάσιο των μαχητικών F – 35 Lightning II είναι ένα δύσκολο προς επίλυση πρόβλημα για την Ελλάδα, αλλά σε καμία περίπτωση ένα πρόβλημα χωρίς λύση.
Αεροσκάφη stealth αναπτύσσονται και από χώρες εχθρικές της Δύσης και, κατά συνέπεια, πολλές προηγμένες χώρες του πλανήτη έχουν επενδύσει στην ανάπτυξη anti – stealth συστημάτων.
Ένα σχετικά άγνωστο παράδειγμα στην Ελλάδα είναι αυτό της Ιαπωνίας. Συγκεκριμένα, ήδη από το 2014 το ιαπωνικό υπουργείο Άμυνας είχε ξεκινήσει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός προηγμένου ραντάρ και συστήματος ελέγχου πυρός για τον εντοπισμό αεροσκαφών stelath, τα οποία δεν μπορούν να εντοπίσουν τα σημερινά ιαπωνικά μέσα.
Εκτιμάται ότι το νέο σύστημα θα τοποθετηθεί σε επίγεια οχήματα και θα λαμβάνει στοιχεία από σταθερά επίγεια ραντάρ, όπως είναι το FPS – 5 και το FPS – 7. Αφού θα εντοπίζει τα εχθρικά αεροσκάφη θα κατευθύνει εναντίον τους πυραύλους, που αναμένεται να είναι μια βελτιωμένη έκδοση του ιαπωνικού πυραύλου αεράμυνας μέσου βεληνεκούς, ο οποίος αναφέρεται ως Chu – SAM Type 03 και SAM – 4.
Η ανάπτυξη του νέου ραντάρ έρχεται ως αποτέλεσμα της εισόδου σε υπηρεσία του μαχητικού αεροσκάφους J – 20 από την Κίνα τα επόμενα χρόνια και πιθανώς και του J – 31 και άλλων αεροσκαφών stealth.
Ρουκέτες εκπομπής ενέργειας
Συγκεκριμένα, γράφοντας άρθρο στο περιοδικό «Επίκαιρα» προτείναμε στην Ελλάδα να επενδύσει στα επιτεύγματα της λεγόμενης Τέταρτη Βιομηχανικής Επανάστασης ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή των τουρκικών F – 35.
Μεταξύ άλλων, υποστηρίξαμε ότι τεχνολογίες αξιοποίησης μεγάλων όγκων δεδομένων (big data) και η δικτύωση μέσω τεχνολογιών νέφους (cloud) θα επιτρέψουν τη σύνθεση δεδομένων από πολλές πηγές, με αποτέλεσμα, ακόμη και περιορισμένων δυνατοτήτων αισθητήρες να είναι σε θέση να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση μιας ενιαίας εικόνας εκτεταμένων χώρων μάχης, η οποία θα είναι διαθέσιμη στους πάντες διαμέσου τεχνολογιών νέφους.
Τα δίκτυα αυτά θα μπορούσαν να συνδυαστούν με πυραυλικά συστήματα ολοένα και μεγαλύτερου βεληνεκούς και μειωμένου κόστους.
Είχαμε εξετάσει πως ένα πλέγμα ενοποιημένων αισθητήρων θα μπορούσε να οριοθετήσει ένα «κιβώτιο» μέσα στον χώρο, με διαστάσεις μερικών χλμ., μέσα στο οποίο θα βρίσκεται μια επερχόμενη ομάδα αεροσκαφών, και να μπορεί να κάνει μια πρόβλεψη για ένα αντίστοιχο «κιβώτιο» που αυτή η ομάδα θα βρεθεί μετά από λίγο.
Έτσι, η ελληνική αεράμυνα θα μπορούσε να εξαπολύσει ρουκέτες προς το «κιβώτιο» όπου αναμένεται να βρεθούν σε λίγο τα αεροσκάφη.
Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, τι δυνατότητες θα προέκυπταν από τον συνδυασμό των ρουκετών αυτών με κεφαλές εκπομπής μικροκυμάτων υψηλής ενέργειας (ΗΡΜ) ή ηλεκτρομαγνητικού παλμού (ΕΜΡ).
Είναι πολύ πιθανόν ότι τα όπλα αυτά θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ηλεκτρονικά συστήματα των αεροσκαφών και να τα καταρρίψουν απλώς με το εκραγούν στην ευρύτερη περιοχή τους, χωρίς να χρειαστεί να τα προσεγγίσουν.
Αυτό επιλύει ένα σημαντικό μειονέκτημα που υποστηρίζεται ότι έχουν τα anti – stealth συστήματα, δηλαδή το ότι ενδέχεται να μην είναι σε θέση να προσφέρουν ακριβή δεδομένα στοχοποίησης για τα αντιαεροπορικά όπλα.
"Πράσινα" συστήματα
Ξεφεύγοντας από τον ελληνοτουρκικό μικρόκοσμο και περνώντας στην παγκόσμια σκηνή, παρόμοια πλέγματα αισθητήρων και όπλων μπορούν να συνδυαστούν με τα επιτεύγματα μιας ακόμη «σιωπηρής» επανάστασης, αυτής των πράσινων ενεργειακών τεχνολογιών για στρατιωτικές χρήσεις**.
Οι τεχνολογίες αυτές ευνοούν την ανάπτυξη συστημάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας χαμηλού κόστους, μικρού βάρους και εύκολων στη διαχείρισή τους, τα οποία μπορούν να διασυνδεθούν με αισθητήρες, επίσης χαμηλού κόστους και συστήματα ζεύξης δεδομένων, ας πούμε θερμικούς απεικονιστές διεσπαρμένους σε πολλαπλά ψηλά σημεία σε έναν δεδομένο χώρο.
Τα συστήματα αυτά θα παίρνουν όλη την ενέργεια που χρειάζονται από το περιβάλλον και θα μπορούν να λειτουργούν με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση και μηδενικό κόστος, προσφέροντας δεδομένα που θα ενοποιούνται μέσω τεχνολογιών μεγάλων δεδομένων.
Ρομποτικά αεροπλάνα και πυροβόλα λέιζερ
Σε έναν πιο μακρινό χρονικό ορίζοντα, οι τεχνολογίες υψηλής ενεργειακής αυτονομίας μπορεί να συνδυαστούν με μη επανδρωμένα αεροχήματα μεγάλου υψομέτρου και αερόπλοια, ιδιαίτερα δε αερόπλοια πολύ μεγάλου υψομέτρου ή ακόμη και «εγγύς διαστήματος» (near space), τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα είναι απρόσβλητα από τη δράση της εχθρικής αεροπορίας ή των συστημάτων αεράμυνας.
Τα αεροχήματα και αερόπλοια αυτά θα λειτουργούν ουσιαστικά ως υποκατάστατα δορυφόρων (satellite surrogates) και εφοδιασμένα με διάφορα πακέτα αισθητήρων θα μπορούν να εποπτεύουν εκτεταμένους χώρους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Αν, μάλιστα, αναπτυχθεί η τεχνολογία των όπλων κατευθυνόμενης ενέργειας (DEW) με τον τρόπο που οι αισιόδοξοι αναμένουν να συμβεί, τότε μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια πολλές χώρες στον πλανήτη ενδέχεται να είναι σε θέση να διαθέτουν μόνιμες ή ημιμόνιμες ιπτάμενες πυροβολαρχίες πυροβόλων κατευθυνόμενης ενέργειας, ικανών να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις και, κατά συνέπεια, καθιστώντας αυτοκτονική ενέργεια την είσοδο μαχητικών αεροσκαφών, stealth ή μη, στους χώρους που εποπτεύουν.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, φαντάζουν υπερβολικά «εξωτικά» για τις ελληνικές ανάγκες. Ωστόσο, το μέλλον πιθανώς να μην είναι τόσο μακριά όσο φαίνεται και μείζονες αλλαγές στη γεωπολιτική ταυτότητα του διεθνούς συστήματος ενδέχεται να επιταχύνουν την ανάπτυξη αυτών και άλλων προηγμένων οπλικών συστημάτων. Άρα, αν μη τι άλλο, οφείλουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις.
Πιο πιθανό σενάριο
Επιπροσθέτως, στο πιο κοντινό μέλλον, μέσα ηλεκτρονικού πολέμου ενδέχεται να συνδυαστούν με συστήματα κυβερνοπολέμου και «soft kill» όπλα εκπομπής ενέργειας (κατευθυνόμενης ή προερχόμενης από έκρηξη) ώστε να προσβληθεί και να καταστραφεί, ή έστω να αποδιοργανωθεί, το δίκτυο C4ISR*** του αντιπάλου.
Ακόμη και η πιθανότητα «μόλυνσης» του δικτύου από τη δράση εχθρικών κυβερνοεπιθέσεων ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα αποδιοργάνωσης σε μία δικτυακή αρχιτεκτονική μάχης, δεδομένου ότι οι χειριστές της δεν θα έχουν εμπιστοσύνη σε αυτή.
Εν κατακλείδι, υπάρχουν πολλοί τομείς που μπορούν να επενδύσουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αν θέλουν να ενισχύσουν τις ικανότητες της ολοένα και πιο επικίνδυνης πολεμικής μηχανής. Το μόνο που χρειάζεται είναι φαντασία και ανοιχτό μυαλό.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλεια στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
**Παρόμοια συστήματα εξετάζονται στο βιβλίο του γράφοντος «Το Τέλος του Πετρελαίου και η Αρχή της Νέας Αμερικανικής Στρατηγικής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
***Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance & Reconnaissance.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 388, σελίδες 59 – 61.
No comments
Post a Comment