Αυτή είναι η Τουρκία του Ερντογάν! Ένας Έλληνας υποναύαρχος την σκιαγραφεί και φωτίζει το πολύπλευρο παζάρι
Γράφει ο Γιάννης ΝΤΟΥΝΙΑΔΑΚΗΣ* Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.
Σε συνθήκες βαθιών ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που αλληλεπιδρούν στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, γίνεται πιο σύνθετη η κατάσταση στην Τουρκία και περιπλέκονται οι σχέσεις της με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) και ανταγωνίστριες καπιταλιστικές χώρες της περιοχής.
Η Τουρκία αντιδρά πέρα από τα «συνηθισμένα» στις διεθνείς σχέσεις της, όλο και οξύτερα.
Στο εσωτερικό της χώρας επίσης έχουμε γεγονότα ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, που παρέχει υπερεξουσίες στον Πρόεδρο, αλλά και το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν.
Στον διεθνή τομέα, πέρα από τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο, έχουμε τη διακήρυξη (2016) για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης, που επηρεάζει τις σχέσεις της με τις χώρες που έχουν κοινά σύνορα και άλλες γειτονικές.
Ακολούθησε η απαγόρευση της εισόδου Γερμανών βουλευτών στη βάση του Ιντσιρλίκ, αντιδρώντας στη θέση της γερμανικής Βουλής σχετικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων και ως αντίποινα για την παραχώρηση ασύλου από τη Γερμανία σε Τούρκους στρατιωτικούς και πολίτες, που φέρεται να εμπλέκονται στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλη του 2016. Αρχές του Ιούνη 2017 η γερμανική Βουλή αποφάσισε την αποχώρηση των στρατιωτών της από τη βάση του Ιντσιρλίκ και τη μεταφορά τους στην Ιορδανία.
Επίσης, οι προβληματισμοί σχετικά με το Ιντσιρλίκ φαίνεται να είναι γενικότεροι ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, καθώς η βάση φέρεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά το πραξικόπημα σε βάρος του Ερντογάν, στο οποίο καθοδηγητής ήταν, κατά την τουρκική ηγεσία, ο Γκιουλέν, που ζει στις ΗΠΑ και δεν παραδίδεται στις τουρκικές αρχές. Κατά καιρούς και μέχρι πρόσφατα, συνεχίζονται οι συλλήψεις αντιφρονούντων – οπαδών του πραξικοπήματος.
Αλλη ενέργεια, που προκάλεσε διενέξεις ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, ήταν η ανακοίνωση της Τουρκίας για την αγορά του αντιαεροπορικού συστήματος «S-400» από τη Ρωσία.
Εκφράζοντας την ανησυχία που προκαλεί στις ΗΠΑ και άλλους εταίρους της Τουρκίας η σύσφιξη των σχέσεων Αγκυρας – Μόσχας, ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, Τσέχος στρατηγός Πετρ Πάβελ, είπε ότι «η αρχή της κυριαρχίας προφανώς ισχύει στην απόκτηση αμυντικού εξοπλισμού, αλλά όπως τα έθνη είναι κυρίαρχα να αποφασίσουν, είναι επίσης κυρίαρχα και στην αντιμετώπιση των συνεπειών αυτής της απόφασης».
Σημειώνεται ότι η αξιοποίηση της βάσης του Ιντσιρλίκ ως διαπραγματευτικού χαρτιού της Τουρκίας είναι παλιά. Η λειτουργία της βάσης είχε περιοριστεί – ανασταλεί από την Τουρκία κατά τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Επίσης, η Αγκυρα δεν είχε επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της, ώστε να ανοίξει το μέτωπο του Βορείου Ιράκ το 2003.
Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ συνεχίζονται η πολεμική δράση εναντίον των Κούρδων στη Συρία και το Ιράκ καθώς και το κυνήγι του ΡΚΚ στα νοτιοανατολικά της χώρας. Στο σημείο αυτό φαίνεται να υπάρχει και το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, που αξιοποιούν για τα δικά τους συμφέροντα το κουρδικό στοιχείο της περιοχής.
Σχετικά η Τουρκία αναπτύσσει στενότερες σχέσεις με το Ιράν, σε συνθήκες όξυνσης των σχέσεών του με τις ΗΠΑ, καθώς και οι δύο χώρες (Ιράν – Τουρκία) μοιράζονται για το κουρδικό ζήτημα κοινές ανησυχίες, που αφορούν την εδαφική τους ακεραιότητα.
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η διαμόρφωση του «σχήματος της Αστάνα» με Ιράν και Ρωσία, μέσα από το οποίο Μόσχα, Αγκυρα και Τεχεράνη προσπαθούν να πρωταγωνιστήσουν ως «εγγυήτριες δυνάμεις» στη «διευθέτηση» της κρίσης στη Συρία.
Στον στρατιωτικό τομέα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί η αποστολή τουρκικής στρατιωτικής δύναμης στο Κατάρ, αντιδρώντας στον αποκλεισμό που κήρυξαν εναντίον του αραβικές χώρες με επικεφαλής τη Σ. Αραβία, που είναι μια ακόμα περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη της Μ. Ανατολής και που στηρίζεται από τις ΗΠΑ, είναι εχθρική προς το Ιράν και έχει επέμβει στην Υεμένη.
Η Τουρκία βρίσκεται στο G20 και έχει στόχο να καταταχτεί στις 10 ισχυρότερες χώρες του κόσμου.
Στον οικονομικό τομέα σημειώνονται, μεταξύ άλλων, οι προσπάθειες της Τουρκίας για δημιουργία πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η συνέχιση διαστημικού προγράμματος, οι επιστημονικές αποστολές στην Ανταρκτική, η ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, η κατασκευή αεροσκαφών και τεθωρακισμένων κ.ά.
Πιο συγκεκριμένα, η ηγεσία της Τουρκίας θα ανακοινώσει νέο πρόγραμμα για την ενεργειακή πολιτική στις αρχές του 2018. Βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να αναβαθμιστεί η Τουρκία ως ενεργειακός κόμβος με την κατασκευή των αγωγών TANAP και «Τurkish Stream».
Ο Ρ. Ερντογάν τόνισε πως η χώρα θα συνεχίσει τις προσπάθειες για να διευρύνει το ενεργειακό της «χαρτοφυλάκιο», με σχέδια για υδροηλεκτρική, πυρηνική, αιολική, ηλιακή ενέργεια, αλλά και με σχέδια που αξιοποιούν πιο «παραδοσιακές» μορφές, όπως το λιγνίτη, συνδέοντας αυτά τα σχέδια με τους στόχους που τίθενται ενόψει της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας (το 2018).
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής και η ύπαρξη οικονομικών σκανδάλων, στα οποία ενέχονται άτομα του περιβάλλοντος Ερντογάν (π.χ. οι υποθέσεις διακίνησης λαθραίου πετρελαίου από τον υιό Ερντογάν και του Τουρκοϊρανού επιχειρηματία Ρεζά Ζαράμπ, με άμεση σχέση με το περιβάλλον Ερντογάν, ο οποίος κρατείται στις ΗΠΑ από πέρυσι, με την κατηγορία ότι παραβίασε τον αποκλεισμό του Ιράν και έκανε μπίζνες, που μπορεί να εκθέσουν και τον Τούρκο Πρόεδρο). Τα σκάνδαλα αυτά αξιοποιούνται για την άσκηση πίεσης εναντίον του Τούρκου Προέδρου.
Ως μήνυμα της δυτικής δυσαρέσκειας απέναντι στην Τουρκία μπορεί να θεωρηθούν τα όσα έγιναν στο πλαίσιο άσκησης του ΝΑΤΟ στη Νορβηγία, από την οποία η Αγκυρα αποσύρθηκε.
Συγκεκριμένα, στην άσκηση «Trident Javelin» χρησιμοποιήθηκαν οι φιγούρες του Ερντογάν και του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Κεμάλ Ατατούρκ, ως προσομοιώσεις εχθρικών δυνάμεων.
Από την πλευρά της λυκοσυμμαχίας, μετά το περιστατικό, ο γγ Στόλτενμπεργκ επικοινώνησε με τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο, εκφράζοντας ακόμα μια φορά λύπη και λέγοντας ότι έχει διαταχθεί έρευνα για τα γεγονότα, ενώ οι εμπλεκόμενοι έχουν παυτεί από τις θέσεις τους.
Επίσης, σύμφωνα τουλάχιστον με τη «Χουριέτ», ο Στόλτενμπεργκ επανέλαβε πως η Τουρκία αποτελεί σημαντικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι εξελίξεις δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τις σχέσεις της λυκοσυμμαχίας με τη συγκεκριμένη χώρα.
Η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αντέδρασε πολύ έντονα, άλλος δηλώνοντας ότι το ΝΑΤΟ «απάντησε (για όσα έγιναν) έγκαιρα και κατάλληλα», άλλος ότι το ζήτημα «δεν μπορεί να λυθεί με μια συνηθισμένη “συγγνώμη”».
Πάντως, οι νέες «τριβές» αντανακλώνται και σε μια συζήτηση που εδώ και καιρό εντείνεται και στο εσωτερικό της Τουρκίας, σχετικά με το αν η παραμονή στο ΝΑΤΟ προσφέρει ακόμα προτερήματα στο ντόπιο κεφάλαιο.
Ενδεικτική είναι η πλούσια αρθρογραφία που αναπτύσσεται και στα τουρκικά αστικά ΜΜΕ, με τίτλους όπως «Η επανοικοδόμηση συμμαχιών είναι σήμερα πιο ζωτική από ποτέ» («Σαμπάχ»). Χαρακτηριστικές είναι και οι εκτιμήσεις του συμβούλου του Ερντογάν, Τοπτσού Γιαλτσίν, ότι η Αγκυρα πρέπει να επανεξετάσει την παραμονή της στο ΝΑΤΟ, από την πλευρά του οποίου «ακούγεται ένα προδοτικά εχθρικό ύφος».
Σε άλλο μέσον, ο Γιαλτσίν πρότεινε μεταξύ άλλων να συζητηθεί εκτάκτως στη Βουλή η παραμονή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και εξέφρασε την ελπίδα το τουρκικό έθνος να αποτινάξει «τον αποικιοκρατικό μανδύα, τον οποίο προσπαθεί να της φορέσει το ΝΑΤΟ».
Δηλωτικό της επαμφοτερίζουσας στάσης από την πλευρά της Τουρκίας είναι και το γεγονός ότι η αναζήτηση από την πλευρά της αντιαεροπορικής κάλυψης, φαίνεται ότι δεν περιορίζεται στην προμήθεια των ρωσικών «S-400».
Δημοσίευμα εμφάνιζε το υπουργείο Αμυνας να υπέγραψε «επιστολή προθέσεων» με Γαλλία και Ιταλία, για την ενίσχυση της συνεργασίας στην ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών προγραμμάτων, καταρχήν για συστήματα αντιαεροπορικής αλλά και ειδικότερα αντιπυραυλικής άμυνας.
Συγκεκριμένα, ο γαλλο-ιταλικός όμιλος «Eurosam» και τουρκικές εταιρείες ξεκίνησαν επαφές με στόχο τη διερεύνηση της κατασκευής ενός συστήματος βασισμένου στο πυραυλικό σύστημα SAMP-T (που ήδη κατασκευάζει η «Eurosam»).
Επίσης, ο Λευκός Οίκος στην ανακοίνωσή του (25/11) για την τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ – Ερντογάν τονίζει ότι, στη συνομιλία που είχαν, συζήτησαν για την αγορά αμερικανικών όπλων από την Τουρκία! Ποια θα ‘ναι αυτά τα οπλικά συστήματα δεν διευκρινίζεται.
Επομένως, όπως ανέκαθεν, το τμήμα της αστικής τάξης που βάζει τη σφραγίδα του στην άσκηση της εξουσίας, διαπραγματεύεται με όλους.
Δεν δεσμεύεται και είναι έτοιμο να διεκδικήσει καθετί που θεωρεί συμφέρον του. Δεν φαίνεται διατεθειμένο να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και τις όποιες σχέσεις με τις ΗΠΑ, ή την ΕΕ. Εχει κάνει καθαρό ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο Κουρδικό. Ερώτημα παραμένει τι δυνατότητες ελιγμών έχει ο αμερικανο-ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός.
Οι διάφορες δηλώσεις αλλά και εμπορικές ή διπλωματικές κινήσεις δεν μπορεί να θεωρούνται απόλυτα πειστήρια πραγματικών προθέσεων ούτε της τουρκικής ηγεσίας ούτε της πλευράς ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ.
Πιθανότατα χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση συσχετισμών, άσκηση πιέσεων εκατέρωθεν, στο πλαίσιο του πολέμου προπαγάνδας κ.ά. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την Τουρκία οι διάφορες δηλώσεις μπορεί να αποτελούν και εκδήλωση διαφορετικών επιδιώξεων άλλων τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης, προς όφελος των συμφερόντων του καθενός από αυτά. Σχετικά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όμως και οι ανακατατάξεις στην πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας, που δρομολογούνται με τη δημιουργία νέων κομμάτων.
Από την πλευρά τους, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν παραβλέπουν τη στρατηγική και στρατιωτική αξία της Τουρκίας, προφανώς διατηρούν όμως τις διάφορες επιφυλάξεις τους, εκεί όπου διαφοροποιούνται τα συμφέροντά τους.
Μετά την εμπλοκή που προκλήθηκε λόγω της ΝΑΤΟικής άσκησης, σχετικό άρθρο σε ιστοσελίδα θυμίζει ότι «οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ φτιάχνουν ομολογουμένως εκπληκτικά σενάρια. Για παράδειγμα, το 1980 στην Ακαδημία Πολέμου των ΗΠΑ έπαιξε το σενάριο κατάληψης του Ιράκ και το 2000 στην Αγγλία το σενάριο της κατάληψης της Συρίας (…)
Στο σενάριο κατάληψης του Ιράκ παρουσιάστηκε κι ένας χάρτης, ο οποίος τοποθετούσε τις νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας στο Κουρδιστάν. Επίσης, σε σενάριο του Brookings Institute τον Ιούνιο του 2012 εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις για την επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία».
Το άρθρο περί σεναρίων φέρνει στο μυαλό και το αντίστοιχο που αφορούσε την Κύπρο στα 1973. Το γνωστό ως «Σεμινάριο της Ρώμης», όπου καθορίσθηκε το μέλλον του νησιού και είχε παρακολουθήσει ο Ευ. Αβέρωφ, όπου βρέθηκε να ταξιδεύει με διπλωματικό διαβατήριο λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του λόγω του Κινήματος του Ναυτικού και λίγους μήνες πριν από την εισβολή των Τούρκων.
Απ’ ό,τι φαίνεται παρακολουθούμε σκληρούς ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, χωρίς να είναι ορατές μεγάλες ανακατατάξεις στις λυκοσυμμαχίες. Με βάση όμως και την πείρα δεν μπορεί να αποκλείουμε τίποτα ανάμεσα σε μεγάλους είτε μικρότερους περιφερειακούς ιμπεριαλιστές, ειδικά σε μια εποχή που η κατάσταση είναι τόσο ρευστή, τα διάφορα συμφέροντα αλληλοσυγκρούονται και ο πόλεμος συνεχίζεται.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης"
Γράφει ο Γιάννης ΝΤΟΥΝΙΑΔΑΚΗΣ* Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.
Σε συνθήκες βαθιών ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που αλληλεπιδρούν στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, γίνεται πιο σύνθετη η κατάσταση στην Τουρκία και περιπλέκονται οι σχέσεις της με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) και ανταγωνίστριες καπιταλιστικές χώρες της περιοχής.
Η Τουρκία αντιδρά πέρα από τα «συνηθισμένα» στις διεθνείς σχέσεις της, όλο και οξύτερα.
Στο εσωτερικό της χώρας επίσης έχουμε γεγονότα ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, που παρέχει υπερεξουσίες στον Πρόεδρο, αλλά και το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν.
Στον διεθνή τομέα, πέρα από τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο, έχουμε τη διακήρυξη (2016) για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης, που επηρεάζει τις σχέσεις της με τις χώρες που έχουν κοινά σύνορα και άλλες γειτονικές.
Ακολούθησε η απαγόρευση της εισόδου Γερμανών βουλευτών στη βάση του Ιντσιρλίκ, αντιδρώντας στη θέση της γερμανικής Βουλής σχετικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων και ως αντίποινα για την παραχώρηση ασύλου από τη Γερμανία σε Τούρκους στρατιωτικούς και πολίτες, που φέρεται να εμπλέκονται στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλη του 2016. Αρχές του Ιούνη 2017 η γερμανική Βουλή αποφάσισε την αποχώρηση των στρατιωτών της από τη βάση του Ιντσιρλίκ και τη μεταφορά τους στην Ιορδανία.
Επίσης, οι προβληματισμοί σχετικά με το Ιντσιρλίκ φαίνεται να είναι γενικότεροι ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, καθώς η βάση φέρεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά το πραξικόπημα σε βάρος του Ερντογάν, στο οποίο καθοδηγητής ήταν, κατά την τουρκική ηγεσία, ο Γκιουλέν, που ζει στις ΗΠΑ και δεν παραδίδεται στις τουρκικές αρχές. Κατά καιρούς και μέχρι πρόσφατα, συνεχίζονται οι συλλήψεις αντιφρονούντων – οπαδών του πραξικοπήματος.
Αλλη ενέργεια, που προκάλεσε διενέξεις ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, ήταν η ανακοίνωση της Τουρκίας για την αγορά του αντιαεροπορικού συστήματος «S-400» από τη Ρωσία.
Εκφράζοντας την ανησυχία που προκαλεί στις ΗΠΑ και άλλους εταίρους της Τουρκίας η σύσφιξη των σχέσεων Αγκυρας – Μόσχας, ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, Τσέχος στρατηγός Πετρ Πάβελ, είπε ότι «η αρχή της κυριαρχίας προφανώς ισχύει στην απόκτηση αμυντικού εξοπλισμού, αλλά όπως τα έθνη είναι κυρίαρχα να αποφασίσουν, είναι επίσης κυρίαρχα και στην αντιμετώπιση των συνεπειών αυτής της απόφασης».
Σημειώνεται ότι η αξιοποίηση της βάσης του Ιντσιρλίκ ως διαπραγματευτικού χαρτιού της Τουρκίας είναι παλιά. Η λειτουργία της βάσης είχε περιοριστεί – ανασταλεί από την Τουρκία κατά τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Επίσης, η Αγκυρα δεν είχε επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της, ώστε να ανοίξει το μέτωπο του Βορείου Ιράκ το 2003.
Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ συνεχίζονται η πολεμική δράση εναντίον των Κούρδων στη Συρία και το Ιράκ καθώς και το κυνήγι του ΡΚΚ στα νοτιοανατολικά της χώρας. Στο σημείο αυτό φαίνεται να υπάρχει και το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, που αξιοποιούν για τα δικά τους συμφέροντα το κουρδικό στοιχείο της περιοχής.
Σχετικά η Τουρκία αναπτύσσει στενότερες σχέσεις με το Ιράν, σε συνθήκες όξυνσης των σχέσεών του με τις ΗΠΑ, καθώς και οι δύο χώρες (Ιράν – Τουρκία) μοιράζονται για το κουρδικό ζήτημα κοινές ανησυχίες, που αφορούν την εδαφική τους ακεραιότητα.
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η διαμόρφωση του «σχήματος της Αστάνα» με Ιράν και Ρωσία, μέσα από το οποίο Μόσχα, Αγκυρα και Τεχεράνη προσπαθούν να πρωταγωνιστήσουν ως «εγγυήτριες δυνάμεις» στη «διευθέτηση» της κρίσης στη Συρία.
Στον στρατιωτικό τομέα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί η αποστολή τουρκικής στρατιωτικής δύναμης στο Κατάρ, αντιδρώντας στον αποκλεισμό που κήρυξαν εναντίον του αραβικές χώρες με επικεφαλής τη Σ. Αραβία, που είναι μια ακόμα περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη της Μ. Ανατολής και που στηρίζεται από τις ΗΠΑ, είναι εχθρική προς το Ιράν και έχει επέμβει στην Υεμένη.
Ισχυρή περιφερειακή δύναμη
Η Τουρκία βρίσκεται στο G20 και έχει στόχο να καταταχτεί στις 10 ισχυρότερες χώρες του κόσμου.
Στον οικονομικό τομέα σημειώνονται, μεταξύ άλλων, οι προσπάθειες της Τουρκίας για δημιουργία πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η συνέχιση διαστημικού προγράμματος, οι επιστημονικές αποστολές στην Ανταρκτική, η ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, η κατασκευή αεροσκαφών και τεθωρακισμένων κ.ά.
Πιο συγκεκριμένα, η ηγεσία της Τουρκίας θα ανακοινώσει νέο πρόγραμμα για την ενεργειακή πολιτική στις αρχές του 2018. Βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να αναβαθμιστεί η Τουρκία ως ενεργειακός κόμβος με την κατασκευή των αγωγών TANAP και «Τurkish Stream».
Ο Ρ. Ερντογάν τόνισε πως η χώρα θα συνεχίσει τις προσπάθειες για να διευρύνει το ενεργειακό της «χαρτοφυλάκιο», με σχέδια για υδροηλεκτρική, πυρηνική, αιολική, ηλιακή ενέργεια, αλλά και με σχέδια που αξιοποιούν πιο «παραδοσιακές» μορφές, όπως το λιγνίτη, συνδέοντας αυτά τα σχέδια με τους στόχους που τίθενται ενόψει της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας (το 2018).
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής και η ύπαρξη οικονομικών σκανδάλων, στα οποία ενέχονται άτομα του περιβάλλοντος Ερντογάν (π.χ. οι υποθέσεις διακίνησης λαθραίου πετρελαίου από τον υιό Ερντογάν και του Τουρκοϊρανού επιχειρηματία Ρεζά Ζαράμπ, με άμεση σχέση με το περιβάλλον Ερντογάν, ο οποίος κρατείται στις ΗΠΑ από πέρυσι, με την κατηγορία ότι παραβίασε τον αποκλεισμό του Ιράν και έκανε μπίζνες, που μπορεί να εκθέσουν και τον Τούρκο Πρόεδρο). Τα σκάνδαλα αυτά αξιοποιούνται για την άσκηση πίεσης εναντίον του Τούρκου Προέδρου.
Οι «τριβές» με το ΝΑΤΟ
Ως μήνυμα της δυτικής δυσαρέσκειας απέναντι στην Τουρκία μπορεί να θεωρηθούν τα όσα έγιναν στο πλαίσιο άσκησης του ΝΑΤΟ στη Νορβηγία, από την οποία η Αγκυρα αποσύρθηκε.
Συγκεκριμένα, στην άσκηση «Trident Javelin» χρησιμοποιήθηκαν οι φιγούρες του Ερντογάν και του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Κεμάλ Ατατούρκ, ως προσομοιώσεις εχθρικών δυνάμεων.
Από την πλευρά της λυκοσυμμαχίας, μετά το περιστατικό, ο γγ Στόλτενμπεργκ επικοινώνησε με τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο, εκφράζοντας ακόμα μια φορά λύπη και λέγοντας ότι έχει διαταχθεί έρευνα για τα γεγονότα, ενώ οι εμπλεκόμενοι έχουν παυτεί από τις θέσεις τους.
Επίσης, σύμφωνα τουλάχιστον με τη «Χουριέτ», ο Στόλτενμπεργκ επανέλαβε πως η Τουρκία αποτελεί σημαντικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι εξελίξεις δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τις σχέσεις της λυκοσυμμαχίας με τη συγκεκριμένη χώρα.
Η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αντέδρασε πολύ έντονα, άλλος δηλώνοντας ότι το ΝΑΤΟ «απάντησε (για όσα έγιναν) έγκαιρα και κατάλληλα», άλλος ότι το ζήτημα «δεν μπορεί να λυθεί με μια συνηθισμένη “συγγνώμη”».
Πάντως, οι νέες «τριβές» αντανακλώνται και σε μια συζήτηση που εδώ και καιρό εντείνεται και στο εσωτερικό της Τουρκίας, σχετικά με το αν η παραμονή στο ΝΑΤΟ προσφέρει ακόμα προτερήματα στο ντόπιο κεφάλαιο.
Ενδεικτική είναι η πλούσια αρθρογραφία που αναπτύσσεται και στα τουρκικά αστικά ΜΜΕ, με τίτλους όπως «Η επανοικοδόμηση συμμαχιών είναι σήμερα πιο ζωτική από ποτέ» («Σαμπάχ»). Χαρακτηριστικές είναι και οι εκτιμήσεις του συμβούλου του Ερντογάν, Τοπτσού Γιαλτσίν, ότι η Αγκυρα πρέπει να επανεξετάσει την παραμονή της στο ΝΑΤΟ, από την πλευρά του οποίου «ακούγεται ένα προδοτικά εχθρικό ύφος».
Σε άλλο μέσον, ο Γιαλτσίν πρότεινε μεταξύ άλλων να συζητηθεί εκτάκτως στη Βουλή η παραμονή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και εξέφρασε την ελπίδα το τουρκικό έθνος να αποτινάξει «τον αποικιοκρατικό μανδύα, τον οποίο προσπαθεί να της φορέσει το ΝΑΤΟ».
Δηλωτικό της επαμφοτερίζουσας στάσης από την πλευρά της Τουρκίας είναι και το γεγονός ότι η αναζήτηση από την πλευρά της αντιαεροπορικής κάλυψης, φαίνεται ότι δεν περιορίζεται στην προμήθεια των ρωσικών «S-400».
Δημοσίευμα εμφάνιζε το υπουργείο Αμυνας να υπέγραψε «επιστολή προθέσεων» με Γαλλία και Ιταλία, για την ενίσχυση της συνεργασίας στην ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών προγραμμάτων, καταρχήν για συστήματα αντιαεροπορικής αλλά και ειδικότερα αντιπυραυλικής άμυνας.
Συγκεκριμένα, ο γαλλο-ιταλικός όμιλος «Eurosam» και τουρκικές εταιρείες ξεκίνησαν επαφές με στόχο τη διερεύνηση της κατασκευής ενός συστήματος βασισμένου στο πυραυλικό σύστημα SAMP-T (που ήδη κατασκευάζει η «Eurosam»).
Επίσης, ο Λευκός Οίκος στην ανακοίνωσή του (25/11) για την τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ – Ερντογάν τονίζει ότι, στη συνομιλία που είχαν, συζήτησαν για την αγορά αμερικανικών όπλων από την Τουρκία! Ποια θα ‘ναι αυτά τα οπλικά συστήματα δεν διευκρινίζεται.
Πολύπλευρο παζάρι
Επομένως, όπως ανέκαθεν, το τμήμα της αστικής τάξης που βάζει τη σφραγίδα του στην άσκηση της εξουσίας, διαπραγματεύεται με όλους.
Δεν δεσμεύεται και είναι έτοιμο να διεκδικήσει καθετί που θεωρεί συμφέρον του. Δεν φαίνεται διατεθειμένο να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και τις όποιες σχέσεις με τις ΗΠΑ, ή την ΕΕ. Εχει κάνει καθαρό ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο Κουρδικό. Ερώτημα παραμένει τι δυνατότητες ελιγμών έχει ο αμερικανο-ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός.
Οι διάφορες δηλώσεις αλλά και εμπορικές ή διπλωματικές κινήσεις δεν μπορεί να θεωρούνται απόλυτα πειστήρια πραγματικών προθέσεων ούτε της τουρκικής ηγεσίας ούτε της πλευράς ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ.
Πιθανότατα χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση συσχετισμών, άσκηση πιέσεων εκατέρωθεν, στο πλαίσιο του πολέμου προπαγάνδας κ.ά. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την Τουρκία οι διάφορες δηλώσεις μπορεί να αποτελούν και εκδήλωση διαφορετικών επιδιώξεων άλλων τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης, προς όφελος των συμφερόντων του καθενός από αυτά. Σχετικά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όμως και οι ανακατατάξεις στην πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας, που δρομολογούνται με τη δημιουργία νέων κομμάτων.
Από την πλευρά τους, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν παραβλέπουν τη στρατηγική και στρατιωτική αξία της Τουρκίας, προφανώς διατηρούν όμως τις διάφορες επιφυλάξεις τους, εκεί όπου διαφοροποιούνται τα συμφέροντά τους.
Μετά την εμπλοκή που προκλήθηκε λόγω της ΝΑΤΟικής άσκησης, σχετικό άρθρο σε ιστοσελίδα θυμίζει ότι «οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ φτιάχνουν ομολογουμένως εκπληκτικά σενάρια. Για παράδειγμα, το 1980 στην Ακαδημία Πολέμου των ΗΠΑ έπαιξε το σενάριο κατάληψης του Ιράκ και το 2000 στην Αγγλία το σενάριο της κατάληψης της Συρίας (…)
Στο σενάριο κατάληψης του Ιράκ παρουσιάστηκε κι ένας χάρτης, ο οποίος τοποθετούσε τις νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας στο Κουρδιστάν. Επίσης, σε σενάριο του Brookings Institute τον Ιούνιο του 2012 εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις για την επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία».
Το άρθρο περί σεναρίων φέρνει στο μυαλό και το αντίστοιχο που αφορούσε την Κύπρο στα 1973. Το γνωστό ως «Σεμινάριο της Ρώμης», όπου καθορίσθηκε το μέλλον του νησιού και είχε παρακολουθήσει ο Ευ. Αβέρωφ, όπου βρέθηκε να ταξιδεύει με διπλωματικό διαβατήριο λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του λόγω του Κινήματος του Ναυτικού και λίγους μήνες πριν από την εισβολή των Τούρκων.
Απ’ ό,τι φαίνεται παρακολουθούμε σκληρούς ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, χωρίς να είναι ορατές μεγάλες ανακατατάξεις στις λυκοσυμμαχίες. Με βάση όμως και την πείρα δεν μπορεί να αποκλείουμε τίποτα ανάμεσα σε μεγάλους είτε μικρότερους περιφερειακούς ιμπεριαλιστές, ειδικά σε μια εποχή που η κατάσταση είναι τόσο ρευστή, τα διάφορα συμφέροντα αλληλοσυγκρούονται και ο πόλεμος συνεχίζεται.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης"
No comments
Post a Comment